Ράουλ Χίλμπεργκ

Η ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΤΗΣ ΕΞΟΝΤΩΣΗΣ
Από την Αποβάθρα «Εκφόρτωσης»μέχρι τον Θάλαμο Αερίων και τα Κρεματόρια

Μεταφραστής: Ανδρέας Χριστινίδης


Τό βιβλίο του Ράουλ Χίλμπεργκ Η Εξόντωση των Ευρωπαίων Εβραίων (Raul Hilberg Die Vernichtung der europaischen Juden, αναθεωρημένη και συμπληρωμένη γερμανική έκδοση Fischer, Frankfurt am Main 1990) είναι ίσως το σημαντικότερο, συστηματικότερο και πληρέστερο έργο για το Ολοκαύτωμα. Εκτείνεται σε 1.350 σελίδες, με στατιστικούς πίνακες, χάρτες και 4.341 υποσημειώσεις που τεκμηριώνουν (συχνά με μαρτυρίες προερχόμενες από τους ίδιους τους δράστες) σχεδόν κάθε φράση. To κείμενο που ακολουθεί περιέχει αποσπάσματα από το βιβλίο που βρίσκονται στις σελίδες 1034 έως 1046. Αντιπροσωπεύουν συνολικά περίπου 7 σελίδες του βιβλίου. Ο αναγνώστης του αντιλαμβάνεται πώς η λέξη Ολοκαύτωμα δεν σημαίνει μόνον έναν τεράστιο αριθμό δολοφονημένων από το γερμανικό ναζισμό Εβραίων, αλλά και την πιο αποτρόπαιη διαδικασία γενοκτονίας στην παγκόσμια ιστορία. Στις σελίδες του περιγράφονται μερικές από τις πιο φρικιαστικές εκφάνσεις της εξόντωσης. Δεν είναι όμως οι μόνες. Πολλές εκατοντάδες χιλιάδες Εβραίων δεν δολοφονήθηκαν με δηλητηριώδη αέρια.. Τουφεκίστηκαν στα στρατόπεδα εξόντωσης, αλλά και στο ύπαιθρο από τα κινητά κομάντος των Ες-Ες, από το στρατό και τα αστυνομικά τάγματα (κυρίως στην Ανατολική Πολωνία και τα κατεχόμενα εδάφη της Σοβιετικής Ένωσης) ή πέθαναν από τις επιδημίες, την πείνα, το κρύο και τις άλλες κακουχίες στα αποκλεισμένα και φρουρούμενα γκέτο, καθώς και στις «πορείες θανάτου» κατά την τελευταία φάση του πολέμου. Αυτή η μεγάλη καταστροφή των Εβραίων (Shoah) αποτελεί και την απώλεια ενός από τους σημαντικότερους και δημιουργικότερους παράγοντες του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Μαζικές εξοντώσεις αναφέρονται συνήθως μόνον με αριθμούς. Αριθμούς θυμάτων. Αυτοί οι αριθμοί δεν είναι σε καμιά περίπτωση χωρίς σημασία, προπάντων όταν πρόκειται για εκατομμύρια ανθρώπων. Εντούτοις, ο λειτουργικός ρόλος της αναφοράς αφηρημένων αριθμών είναι η –έστω αθέλητη– απόκρυψη της αποτρόπαιης πραγματικότητας. Την περιορισμένη βέβαια δυνατότητα κάποιας προσέγγισης της φοβερής αλήθειας παρέχει η όσο γίνεται πιο συγκεκριμένη περιγραφή. Οι χωρίς συμβατικούς συναισθηματισμούς περιγραφές στα κείμενα του Χίλμπεργκ κάνουν κάπως ορατή την «εξωπραγματική» φρίκη, την αποτρόπαιη μοναδικότητα της εξόντωσης των Ευρωπαίων Εβραίων στα στρατόπεδα του θανάτου . Α.Χ.


Η διαδικασία της εξόντωσης ήταν ένας συνδυασμός ακριβώς υπολογισμένης σωματικής βίας και ψυχολογικής χειραγώγησης. Κάθε βήμα από την αποβάθρα «εκφόρτωσης» μέχρι τους θαλάμους αερίων κατευθυνόταν από τους φρουρούς με διαδοχικές ακριβείς διαταγές. Απεριόριστη απειλή βίας έκανε στα θύματα φανερό ότι δεν θα γινόταν ανεκτή οποιαδήποτε ενεργός εναντίωση ή και απλή ανυπακοή. Με παραπλανητικές ανακοινώσεις γινόταν ταυτόχρονα μια προσπάθεια κατευνασμού του φόβου τους μπροστά στο νέο και ξενίζον περιβάλλον. Αν και αυτό το σύστημα δεν ήταν σε θέση να αποτρέψει ολοσχερώς ανωμαλίες και διαταραχές, τελειοποιήθηκε εντούτοις τόσο πολύ, ώστε ένας γιατρός των Ες-Ες μπορούσε δικαιολογημένα να λέει πως λειτουργούσε σαν να επρόκειτο για τη βιομηχανική «γραμμή παραγωγής».
Το πρώτο βήμα σε αυτή την με ακρίβεια προσχεδιασμένη διαδικασία ήταν η γνωστοποίηση στο στρατόπεδο της επικείμενης άφιξης ενός «φορτίου». Ακολουθούσε η διαταγή προς τους φρουρούς και τους κρατούμενους που θα συμμετείχαν στη διαδικασία της εξόντωσης, να βρίσκονται σε κατάσταση ετοιμότητας. Ο καθένας γνώριζε τι θα συνέβαινε και τι θα έπρεπε να κάνει. Από τη στιγμή που άνοιγαν οι πόρτες ενός τρένου έμελλε στους επιβάτες του να ζήσουν, εκτός από μερικές εξαιρέσεις, περίπου δυό ώρες ακόμα.

Οι Εβραίοι που έφταναν εκεί δεν μπορούσαν να φανταστούν πως θα βρίσκονταν σε ένα στρατόπεδο του θανάτου. Απωθούσαν φήμες και υπαινιγμούς που έρχονταν στα αφτιά τους. Αυτές τις προειδοποιήσεις δεν τις λάβαιναν σοβαρά υπόψη τους, γιατί φαίνονταν να είναι πολύ ελλιπείς, πολύ ανακριβείς και πολύ αναξιόπιστες.

Όταν, τον Μάιο του 1942, έπρεπε μια ομάδα κρατουμένων να κάνει μια πορεία από τη Ζόλκιεβκα στο σιδηροδρομικό σταθμό του Κράσνισταβ, από όπου ένα τρένο θα τους μετέφερε στο Σόμπιμπορ, Πολωνοί, κάτοικοι της περιοχής, φώναζαν στους διερχόμενους: «Εβραίοι, θα σάς κάψουν!» Ενας από αυτούς τους κρατούμενους, ο οποίος επέζησε, θυμάται: «Εμείς δεν συνειδητοποιήσαμε τι σήμαιναν αυτές οι λέξεις. Είχαμε ακούσει κάτι για το στρατόπεδο του θανάτου στο Μπέλζεκ, αλλά δεν το πιστεύαμε.» Ένας Βιεννέζος γιατρός, άνθρωπος με μεγάλη πείρα από τη ζωή, που βρισκόταν σε ένα βαγόνι μεταφοράς ζώων, θυμάται πώς κάποιος άλλος κρατούμενος είδε σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό μια πινακίδα και φώναξε: «’ουσβιτς!» στο λιγοστό φως του χαράματος διέκρινε ο γιατρός τη μισοσκότεινη εικόνα «ενός τεράστιου στρατοπέδου» και άκουσε σφυρίγματα και διαταγές. «Δεν ξέραμε τι σήμαιναν όλα αυτά», θυμάται αργότερα. Το βράδι προσπάθησε να πληροφορηθεί πού είχαν στείλει έναν φίλο του. Κάποιος από τους παλιούς κρατούμενους του είπε πως «εκεί» θα μπορούσε να τον δει. Ρώτησε: «Πού;» Ένα χέρι του έδειξε την καμινάδα, εντούτοις ο καινούργιος κρατούμενος δεν μπόρεσε και πάλι να εννοήσει αυτή τη χειρονομία, μέχρις ότου «ορθά-κοφτά» του είπαν την αλήθεια. Ένας άλλος, από την Ολλανδία καταγόμενος γιατρός, αναφέρει: «Αρνιόμουν [...] να αποδεχτώ τη σκέψη της εξόντωσης των Εβραίων με δηλητηριώδη αέρια, αν και δεν μπορώ βέβαια να πω ότι δεν είχα ακούσει προηγουμένως τίποτα. Ήδη το 1942 είχαν έλθει στα αφτιά μου φήμες για την εξόντωση Πολωνών Εβραίων με αέρια [...]. Όμως δεν είχε ακούσει κανένας τίποτα το συγκεκριμένο για το πότε έγιναν αυτές οι ανθρωποκτονίες με δηλητηριώδη αέρια και είναι βέβαιο πως κανένας δεν ήξερε ότι αμέσως μετά την άφιξή τους εξοντώνονταν άνθρωποι σε θαλάμους αερίων.»

Η πλειονότητα των εκτοπισμένων δεν ήταν ικανή να καταλάβει την κατάσταση στην οποία βρισκόταν, εφόσον δεν εγνώριζε ακόμα ούτε τις λεπτομέρειες των ενεργειών της εξόντωσης ούτε το «πότε» και το «πώς». Εάν κάποιος ήξερε ή διαισθανόταν κάτι, δεν ήταν κατά κανόνα σε θέση να αναζητήσει μια διέξοδο. Κατά τη διάρκεια μιας μεταφοράς κρατουμένων από τη Βαρσοβία στην Τρεμπλίνκα τον Αύγουστο του 1942 άκουσε ένας νεαρός εκτοπιζόμενος τις λέξεις: «Εβραίοι, χαθήκαμε!» Οι ηλικιωμένοι άνδρες στο βαγόνι άρχισαν να λένε τις επιθανάτιες προσευχές. Ένας άλλος νεαρός άνδρας είδε, μετά την αποβίβαση από το τρένο στην Τρεμπλίνκα, βουνά από ρούχα και είπε στη γυναίκα του: «Αυτό είναι το τέλος!» Η επίγνωση οδηγούσε ευκολότερα σε μοιρολατρία παρά σε απόπειρες απόδρασης ή αντίστασης [...].

Οι αποβάθρες στο Μπέλζεκ, το Σόμπιμπορ και την Τρεμπλίνκα ήταν πολύ μικρές για την «εκφόρτωση» μεγάλων συρμών. Γι’ αυτό στάθμευαν τα βαγόνια προσωρινά σε φρουρούμενες θέσεις και κάθε φορά άδειαζαν ταυτόχρονα λίγα από αυτά. Τους Εβραίους που έφθαναν υποδέχονταν στην αποβάθρα του Μπέλζεκ με μουσική και τραγούδια μιας ορχήστρας που την αποτελούσαν δέκα κρατούμενοι [...]. Η αποβάθρα του ’ουσβιτς βρισκόταν ανάμεσα στο παλιό στρατόπεδο και το Μπιρκενάου. Εκείνοι που οδηγούνταν στον πρώτο θάλαμο αερίων, «διοχετεύονταν» μέσα από την πύλη. Όταν λειτουργούσε πια και το Μπιρκενάου, πορεύονταν μακρές φάλαγγες κρατουμένων αρκετές εκατοντάδες μέτρα μέσα από έναν διάδρομο σε ένα από τα κρεματόρια. Η αποκλίνουσα σιδηροδρομική γραμμή που οδηγούσε στο Μπιρκενάου ήταν έτοιμη την ’νοιξη του 1944. Στην καινούργια αποβάθρα γινόταν η «εκφόρτωση» των σιδηροδρόμων σε μικρή απόσταση από τους θαλάμους αερίων. Τα από ζωντανούς και νεκρούς εκκενωθέντα βαγόνια τα έφερναν κατόπιν σε μια ειδική εγκατάσταση απολύμανσης. Κάποια ζεστήν ημέρα, όταν κάποιος φορτοεκφορτωτής άνοιξε ένα βαγόνι, δοκίμασε μια φρικτή έκπληξη: ένα καταμαυρισμένο πτώμα έπεσε επάνω του. Το βαγόνι ήταν γεμάτο με νεκρούς, γιατί το προσωπικό του στρατοπέδου είχε ξεχάσει να το «εκφορτώσει».

Μετά την «εκφόρτωση» ακολουθούσε μια διπλή διαλογή. Ηλικιωμένοι, άρρωστοι, μερικές φορές και μικρά παιδιά διαχωρίζονταν από τους άλλους ήδη επάνω στην αποβάθρα. Στο Μπέλζεκ υποχρέωναν τους αρρώστους να πέσουν μπρούμυτα μπροστά σε έναν λάκκο και τους πυροβολούσαν αμέσως. Στο Σόμπιμπορ, όπου οι ηλικιωμένοι και τα παιδιά φορτώνονταν σε καμιόνια, δοκίμαζαν κάπου-κάπου οι φρουροί να πετάξουν τα μωρά από κάποια απόσταση επάνω στην επιφάνεια της «εκφόρτωσης». Στην Τρεμπλίνκα οδηγούσαν εκείνους που δεν μπορούσαν πια να περπατήσουν σε έναν λάκκο κοντά στην περιοχή του ιατρείου και τους πυροβολούσαν. Οι ηλικιωμένοι και οι άρρωστοι μεταφέρονταν με καμιόνια από την πρώτη αποβάθρα του ’ουσβιτς στους θαλάμους αερίων.

Εκτός αυτού, στα στρατόπεδα επέλεγαν και γερά άτομα που ήταν ικανά προς εργασία. Στα στρατόπεδα του μη προσαρτημένου τμήματος της Πολωνίας και στο Κούλμχοφ χρειάζονταν λιγότερους εργάτες. Ανάμεσα στα άτομα που επελέγησαν για εργασία βρίσκονταν ελάχιστες μόνον γυναίκες. Όταν σε μια δίκη, μετά τον πόλεμο, ένας άνδρας των Ες-Ες ρωτήθηκε για τα παιδιά, απάντησε: «Στην Τρεμπλίνκα ήταν αδύνατο να σωθούν παιδιά.» Στο ’ουσβιτς υπήρχε μεγαλύτερη ανάγκη εργατικών δυνάμεων, και οι γιατροί των Ες-Ες (Μένγκελε, Κένιγ, Τίλο και Κλάιν) διάλεγαν ικανούς προς εργασία Εβραίους για τα εργοστάσια που λειτουργούσαν μέσα στο στρατόπεδο. Η επιλογή δεν γινόταν βέβαια με ιδιαίτερη προσοχή. Τα θύματα σύρονταν μπροστά στον γιατρό, ο οποίος αποφάσιζε αμέσως δίνοντας τη διαταγή για μια από τις δύο κατευθύνσεις: «Δεξιά!» σήμαινε ’ουσβιτς και εργασία, «Αριστερά!» σήμαινε Μπιρκενάου.

’νδρες και γυναίκες έπρεπε να γυμνωθούν χωριστά σε παράγκες. Προκαλείτο η εντύπωση πως τα ρούχα θα ξαναδίνονταν μετά το «ντους». Στο Σόμπιμπορ ένας στρατιώτης των Ες-Ες με άσπρη ποδιά έδινε ακριβείς οδηγίες, με ποιον τρόπο έπρεπε τα ρούχα να τοποθετηθούν με τάξη, και ευκαιριακά μιλούσε για ένα εβραϊκό κράτος που οι εκτοπισμένοι θα ίδρυαν τάχα στην Ουκρανία. Στο Κούλμχοφ έλεγαν στους κρατούμενους πως επρόκειτο να εργαστούν στη Γερμανία. Παρόμοιους λόγους έβγαζε ένας επιλεγμένος άνδρας των Ες-Ες και στο Μπέλζεκ. Και στα τρία στρατόπεδα υπήρχαν ιδιαίτερες θυρίδες για την παράδοση των πολυτίμων αντικειμένων [...]. Στο Σόμπιμπορ ομάδες πενήντα έως εκατό ανθρώπων, με έναν στρατιώτη των Ες-Ες μπροστά και τέσσερις έως πέντε Ουκρανούς στο τέλος της φάλαγγας, σύρονταν μέσα από το «σωλήνα» [Schlauch: λαστιχένιος σωλήνας. Αυτή ήταν στο «αργκό»-λεξιλόγιο του στρατοπέδου του Σόμπιμπορ η ονομασία του διαδρόμου που συνέδεε το αποδυτήριο με το θάλαμο αεριων. Είχε σχήμα S και ήταν πλάτους ενάμιση έως δύο μέτρων. Τον περιέβαλλε ένα ψηλό αγκαθωτό συρματόπλεγμα καλυμμένο με κισσό. Τα γυμνά θύματα «διοχετεύονταν» μέσα από τον «σωλήνα» στο θάλαμο των αερίων]. Στο Μπέλζεκ κτυπούσαν με μαστίγια και υποκόπανους τις γυναίκες που κραύγαζαν.

Στήν Τρεμπλίνκα όμως δεν εξελίσσονταν όλα με ιδιαίτερη τάξη. Ο Χες [Rudolff Ho?: διοικητής του στρατοπέδου στο ’ουσβιτς] ανέφερε [στις 5 Απριλίου 1946, όταν ανακρινόταν στην Πολωνία] πως στην Τρεμπλίνκα τα θύματα ήξεραν σχεδόν πάντοτε πως οδηγούνταν στο θάνατο. Ορισμένες φορές μπορούσαν να δουν βουνά από ενμέρει αποσυντεθειμένα πτώματα. Μερικοί πάθαιναν νευρική κατάρρευση και διαδοχικά γελούσαν και έκλαιγαν [...]. Το Χειμώνα του 1942-1943 μπορούσε να συμβεί και αυτό: Γυμνοί και ανυπόδητοι άνθρωποι έπρεπε ώρες ολόκληρες να περιμένουν στο ύπαιθρο μέχρις ότου έλθει η σειρά τους. Μπορούσαν τότε να ακούν τις κραυγές εκείνων που τους είχαν πάει στο θάλαμο αερίων πρίν από αυτούς.

Η διαδικασία εξελίχθηκε στο ’ουσβιτς σταδιακά. Τον Απρίλιο του 1942 Σλοβάκοι Εβραίοι εξοντώθηκαν με αέρια στο Κρεματόριο Ι προφανώς τελείως ντυμένοι. Αργότερα κρατούμενοι από το γειτονικό Σόσνοβιτς διατάχθηκαν να γδυθούν στο προαύλιο. Μετά την απότομη διαταγή να γδυθούν χωρίς να γίνει διαχωρισμός των δύο φύλων, οι άνδρες μπροστά στις γυναίκες και οι γυναίκες μπροστά στους άνδρες, προκλήθηκε στα θύματα δυσπιστία και αναταραχή. Κατόπιν τούτου οι στρατιώτες των Ες-Ες έσπρωξαν βλαστημώντας τους γυμνούς άνδρες, τις γυμνές γυναίκες και τα παιδιά στο θάλαμο αερίων. Στην τρίτη φάση, από τα μέσα του 1942, οι λοιδορίες υποχώρησαν μπροστά στην ευγένεια. Ο Αουμάγιερ, ο Γκράμπνερ και ο Χέσλερ άρχιζαν τώρα με παραπλανητικούς λόγους. Έλεγαν στα θύματα πως έπρεπε να γδυθούν και να κάνουν το ντους και ότι θα έπρεπε να βιαστούν γιατί διαφορετικά θα κρύωνε η σούπα που θα τους προσφερόταν μετά. Για μεγαλύτερη ασφάλεια ορίστηκε να γίνεται η εξόντωση στους θαλάμους των αερίων είτε πριν από τα ξημερώματα, όταν οι κρατούμενοι κοιμόντουσαν ακόμα, είτε κατά τις βραδινές ώρες, μετά την έναρξη της νυχτερινής απαγόρευσης εξόδου των κρατουμένων από τους θαλάμους τους.

Τέτοιας μορφής παραπλανητικά μέτρα αποτελούσαν στο Μπιρκενάου τον κανόνα. Αυτό δεν ήταν πάντοτε τόσο απλό και γενικά πραγματοποιήσιμο, γιατί τουλάχιστον μερικοί από τους εκτοπιζόμενους είχαν δει στο σιδηροδρομικό σταθμό, μέσα από το διερχόμενο τρένο, την πινακίδα «’ουσβιτς» και μερικοί άλλοι είχαν δει τις φλόγες που εκτινάσσονταν από τις καμινάδες ή είχαν νιώσει την ιδιάζουσα, αηδιαστική οσμή των κρεματορίων. Οι περισσότεροι από αυτούς, όπως μια ομάδα από τη Θεσσαλονίκη, «διοχετεύονταν» γρήγορα στα αποδυτήρια και λάβαιναν την οδηγία να κρεμούν τα ρούχα τους στα τσιγκέλια και να θυμούνται καλά τον αριθμό τους, ενώ ταυτόχρονα τους υπόσχονταν ένα γεύμα μετά το ντους και εργασία μετά το φαγητό. Οι ανυποψίαστοι Έλληνες Εβραίοι άρπαζαν σαπούνι και πετσέτα και έσπευδαν προς τους θαλάμους αερίων. Τίποτα δεν επιτρεπόταν να διαταράξει αυτή την επισφαλή διαδικασία. Έναν Εβραίο κρατούμενο, που αποκάλυψε στους νεοαφιχθέντες τι τους περίμενε, τον έκαψαν ζωντανό [...].

Μια φορά έγινε ένα αρκετά μεγάλο επεισόδιο μπροστά σε έναν θάλαμο αερίων του ’ουσβιτς: Κάποια ομάδα κρατουμένων, που είχε φτάσει από το Μπέλσεν, εξεγέρθηκε. Αυτό διαδραματίστηκε όταν τα δύο τρίτα των αφιχθέντων είχαν ήδη στοιβαχτεί στον θάλαμο των αερίων. Οι υπόλοιποι, που βρίσκονταν ακόμα στα αποδυτήρια, υποψιάστηκαν τι συνέβαινε. Όταν τρεις ή τέσσερις άνδρες των Ες-Ες ήλθαν μέσα για να τους πιέσουν να βιαστούν στο γδύσιμο, άρχισε η συμπλοκή. Ξήλωσαν τα ηλεκτρικά καλώδια, κατέβαλαν τους άνδρες των Ες-Ες, τον έναν από αυτούς τον μαχαίρωσαν. Τους αφόπλισαν όλους. Ενώ μέσα στο αποδυτήριο επικρατούσε απόλυτο σκοτάδι, άρχισε μια άγρια ανταλλαγή πυροβολισμών ανάμεσα στους φρουρούς που βρίσκονταν στην πόρτα της εξόδου και τους κρατούμενους που ήταν μέσα. Όταν έφτασε ο Χες στο χώρο της συμπλοκής, διέταξε να κλείσουν τις πόρτες. Πέρασε έτσι μισή ώρα. Μετά, συνοδευόμενος από φρουρούς, μπήκε ο Χες στο αποδυτήριο, θάμπωσε τους κρατούμενος με έναν προβολέα και τους ανάγκασε να στριμωχτούν όλοι μαζί σε μια γωνιά. Από εκεί μεταφέρονταν ο καθένας χωριστά σε έναν άλλον χώρο και τουφεκίζονταν.

[...] στο ’ουσβιτς δοκίμαζαν τα θύματα ό,τι ήταν δυνατό για να αποφύγουν τον θάνατο. Προσπαθούσαν να κρυφτούν. Μερικές φορές κατέφευγαν σε παρακάλια. Ένα δεκαεννιάχρονο κορίτσι παρακαλούσε τον Χέσλερ, διοικητή του στρατοπέδου γυναικών στο ’ουσβιτς, να τη λυπηθεί. Η απάντησή του ήταν: «Αρκετά έζησες, μικρή μου...!» Οι κρατούμενοι που επρόκειτο να εξοντωθούν υφίσταντο γυμνοί και κυνηγημένοι τα χτυπήματα των μαστιγίων από τη διπλή σειρά των κάπων και των φρουρών, φορτώνονταν σε καμιόνια και μεταφέρονταν στους θαλάμους αερίων ή σε άλλους χώρους του θανάτου. Πριν από τα Χριστούγεννα του 1944 κλείστηκαν 2.000 Εβραίες στο Μπλόκ 25, το οποίο είχε προγραμματισθεί για 500 κρατούμενους. Εκεί έμειναν κλεισμένες δέκα ημέρες. Από ένα άνοιγμα της πόρτας τα μέλη του πυροσβεστικού σταθμού έβαλαν μέσα καζάνια με σούπα. Μετά την παρέλευση των δέκα ημερών ήταν οι επτακόσιες νεκρές. Οι υπόλοιπες εξοντώθηκαν με αέρια [...].

Όταν τα θύματα έμπαιναν το ένα μετά το άλλο στον θάλαμο αερίων, διαπίστωναν ότι τα δήθεν ντους δεν λειτουργούσαν. Έξω κλεινόταν ο γενικός διακόπτης για να μην υπάρχει φωτισμός και ξεπρόβαλλε ένα αυτοκίνητο με ερυθρό σταυρό. Αυτό μετέφερε το «Τσυκλόν» [Zyklon B: εμπορική ονομασία μιας μορφής υδροκυανίου]. Ένας στρατιώτης των Ες-Ες, που φορούσε μιαν αντιασφυξιογόνο μάσκα με ειδικό φίλτρο, άνοιγε το γυάλινο κάλυμμα ενός μικρού φωταγωγού που τον έφραζε ένα σιδερένιο κιγκλίδωμα και άδειαζε το ένα μετά το άλλο τα δοχεία με το «Τσυκλόν» μέσα στον θάλαμο αερίων. Αν και η δόση που προκαλούσε τον θάνατο ανερχόταν σε ένα χιλιοστόγραμμο για ένα κιλό του ανθρωπίνου σώματος και κατά κανόνα επενεργούσε με μεγάλη ταχύτητα, μπορούσε η υγρασία να μειώσει την ταχύτητα της εξάπλωσης του δηλητηριώδους αερίου. Ο ανθυπολοχαγός των Ες-Ες Γκράμπνερ, ο πολιτικά υπεύθυνος αξιωματικός του στρατοπέδου, περίμενε με το χρονόμετρο στο χέρι. Όταν ήδη τα πρώτα σφαιρίδια του δηλητηρίου εξατμίζονταν στο δάπεδο του θαλάμου, άρχιζαν οι κραυγές των θυμάτων. Στην αγωνιώδη προσπάθεια φυγής από το ανερχόμενο αέριο έριχναν οι δυνατότεροι τους πιο αδύναμους κάτω και στέκονταν επάνω στα σώματα αυτών που είχαν πέσει, προσπαθώντας να φτάσουν μη δηλητηριασμένα ακόμα στρώματα αέρος και έτσι να παρατείνουν λίγο τη ζωή τους. Ο αγώνας με τον θάνατο διαρκούσε περίπου δύο λεπτά. Μετά έπαυαν οι κραυγές, και αυτοί που πέθαιναν έπεφταν ο ένας επάνω στον άλλο. Εντός δεκαπέντε (κάποτε και πέντε) λεπτών ήταν όλοι μέσα στον θάλαμο των αερίων νεκροί. Στη συνέχεια άφηναν το αέριο να διαφύγει και μετά από μισή ώρα ανοιγόταν η πόρτα. Τα πτώματα σχημάτιζαν ψηλούς σωρούς, μερικά σε στάση καθισμένου ή μισοκαθισμένου σώματος, τα παιδιά και οι ηλικιωμένοι άνθρωποι κάτω-κάτω. Στο σημείο στο οποίο έπεφτε το δηλητήριο υπήρχε ένας κενός χώρος, που σχηματιζόταν όταν τα θύματα απομακρύνονταν από εκεί. Στην πόρτα ήταν κολλημένα τα πτώματα των ανθρώπων που σε έσχατη αγωνία είχαν μάταια προσπαθήσει να αποδράσουν. Τα πτώματα ήταν ροδόχρωμα και παρουσίαζαν πράσινες κηλίδες. Σε ορισμένα ήταν αφρισμένα τα χείλη και άλλων αιμορραγούσαν οι μύτες. Μερικά από αυτά ήταν λερωμένα με περιττώματα και ούρα. Σε μερικές γκαστρωμένες γυναίκες είχε επέλθει ο τοκετός. Τα ειδικά συνεργεία (Sonderkommandos), αποτελούμενα από Εβραίους κρατούμενους που έφεραν αντιασφυξιογόνες μάσκες, τραβούσαν έξω τα πτώματα που βρίσκονταν κοντά στην πόρτα, για να ανοίξουν έτσι έναν διάδρομο. Μετά τα κατάβρεχαν, ενώ ταυτόχρονα ξέπλεναν τα υπολείμματα του δηλητηρίου που είχαν μείνει ανάμεσά τους [...].

[...] Τρεις ήταν οι μέθοδοι εξαφάνισης των πτωμάτων: Ταφή, αποτέφρωση και κάψιμο στο ύπαιθρο. [...] Ήδη από το 1942-1943 γίνονταν σε όλα τα κέντρα εξόντωσης εκταφές. Στο Κούλμχοφ εβραϊκά εργατικά συνεργεία άνοιγαν τους μαζικούς τάφους και έσερναν τα πτώματα σε νέους μεγάλους λάκκους ή σε πρωτόγονες καμίνους. Στο Μπέλζεκ άρχισε αυτή η εργασία το Φθινόπωρο του 1942 σε έναν χώρο του στρατοπέδου ειδικό για το κάψιμο, όπου κάθε μέρα μπορούσαν να αποτεφρωθούν 2000 πτώματα. Ένας δεύτερος τέτοιος χώρος ανοίχτηκε μετά από έναν μήνα. Μέχρι τον Μάρτιο του 1943 λειτουργούσαν ταυτόχρονα και οι δύο, μέρα-νύχτα. Στο Σόμπιμπορ και την Τρεμπλίνκα [...] τοποθετούνταν σωροί από πτώματα επάνω σε σχάρες, που είχαν κατασκευαστεί από παλιές σιδηροτροχιές, και εκαίγονταν.

Τό Κούλμχοφ, το στρατόπεδο στο Βαρτεγκάου, μετά τις μεγάλες αφίξεις κρατουμένων, το 1942 διέκοψε τη λειτουργία των θαλάμων αερίων, που λειτούργησαν πάλι για μικρό χρονικό διάστημα το 1944. Στο Μπέλζεκ, όπου δολοφονήθηκαν περίπου 550.000 άνθρωποι, έκλεισαν τους θαλάμους αερίων στο τέλος του 1943. Η Τρεμπλίνκα, γεμάτη με πτώματα, λειτουργούσε ακόμα όλο το Καλοκαίρι του 1943 και στο Σόμπιμπορ συνεχίστηκαν οι δολοφονίες με αέρια, με κάποιες διακοπές, μέχρι το Φθινόπωρο του 1943. Μετά έπεσε όλο το βάρος της «τελικής λύσης» στο Μπιρκενάου και στα κρεματόριά του. Μέχρι την άφιξη των «φορτίων» από την Ουγγαρία, που άρχισαν στα μέσα Μαΐου του 1944, δεν υπήρχε πια κανένα ιδιαίτερο πρόβλημα. Το επικείμενο μεγάλο ρεύμα άφιξης θυμάτων προκάλεσε βέβαια μεγάλες αλλαγές.

Στίς 11 Μαΐου του 1944 εργάζονταν 217 άνδρες στα ειδικά συνεργεία των κρεματορίων, στις 30 Αυγούστου του ίδιου έτους ήταν αυτοί 878 [...]. Η θεωρητικά δυνατή ημερήσια αποδοτικότητα των τεσσάρων κρεματορίων του Μπιρκενάου ήταν 4.400 πτώματα, αλλά στην πράξη ήταν αυτή πάντοτε μικρότερη. Τον Μάιο και τον Ιούνιο εξοντώνονταν 10.000 Εβραίοι την ημέρα. Όταν στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου ήρθαν και τα «φορτία» από το Λοτζ, οι αριθμοί έγιναν πιθανόν ακόμα μεγαλύτεροι. Ο ειδικός για την εξαφάνιση των πτωμάτων στο ’ουσβιτς, ο ανθυπασπιστής των Ες-Ες Μολ, ο οποίος περιγράφεται ως ένας άνδρας με ανεξάντλητη σαδιστική ενεργητικότητα, προέβλεψε αυτή την εξέλιξη και διέταξε να ανοίξουν οκτώ ή εννέα λάκκους μήκους 35 μέτρων, πλάτους επτά και βάθους σχεδόν δύο μέτρων. Το ανθρώπινο λίπος το μάζευαν από τους λάκκους σε δοχεία και το έχυναν πάλι στις φλόγες για να επιταχύνουν τη διαδικασία. Επιζήσαντες αναφέρουν πως μερικές φορές πέταγαν ζωντανά παιδιά μέσα σε αυτή τη φλογισμένη κόλαση. Τα αποσυντεθειμένα υπολείμματα τα εξαφάνιζαν με φλογοβόλα [...]. Η κατασκευή αυτών των λάκκων αποδείχτηκε ως η οικονομικότερη και ως η πιο αποτελεσματική μέθοδος για την εξαφάνιση των πτωμάτων. Τον Αύγουστο του 1944, όταν ορισμένες ημέρες έπρεπε να καούν περισσότερα από 10.000 πτώματα, δεν δημιουργήθηκαν πια αδιέξοδα.

Πολύ γρήγορα δεν υπήρχε πια κανένα όριο για τη διαδικασία της εξόντωσης. Αν και το σύστημα ήταν απλό, χρειάστηκε να περάσουν χρόνια έως ότου, μετά από συνεχείς πειραματισμούς, αναπτύχθηκε μια τελειοποιημένη τεχνική. Στην πραγματικότητα χρειάστηκε να περάσουν χιλιετηρίδες στην πορεία εξέλιξης του Δυτικού Κόσμου.