ΝΟΜΙΚΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ

(Μέρος Β΄)

Η ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 4 ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΑΝΤΙΡΑΤΣΙΣΤΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ
-Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΩΝ ΡΑΤΣΙΣΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ ΚΑΙ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ
-Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΑΝΤΙΡΑΤΣΙΣΤΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ (IUS COGENS)
-Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΤΙΡΑΤΣΙΣΤΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
-Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΑΝΤΙΡΑΤΣΙΣΤΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
-ΟΙ ΔΕΣΜΕΥΣΕΙΣ ΟΙ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΞΕΝΟΦΟΒΙΑΣ
1) ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
2) ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΓΙΑ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ
3) ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΡΑΤΣΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗ ΔΥΣΑΝΕΞΙΑ
4) ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΑΛΕΙΨΗ ΤΗΣ ΦΥΛΕΤΙΚΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗΣ (CERD)
ΖΗΤΑΜΕ

Η ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 4 ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΑΝΤΙΡΑΤΣΙΣΤΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ
Το άρθρο 4 προβλέπει υποχρέωση του κράτους για απαγόρευση των ρατσιστικών οργανώσεων όπως η “Χρ. Αυγή”. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη διατύπωση πρέπει να απαγορεύονται οι οργανώσεις που “παροτρύνουν στη φυλετική διάκριση και οι οποίες την ενθαρρύνουν”.
Πρέπει λοιπόν να διευκρινίσουμε πρώτον τον ορισμό της φυλετικής διάκρισης σύμφωνα με τη Διεθνή Σύμβαση και δεύτερον ποιες είναι οι πράξεις που θεωρούνται παρότρυνση και ενθάρρυνση σε φυλετική διάκριση. Θα αποδείξουμε παράλληλα ότι με βάση όσα ήδη αναφέρουμε πιο πάνω η “Χρ. Αυγή” πρέπει να απαγορευθεί.
Για την ερμηνεία που θα επιχειρήσουμε εδώ θα λάβουμε υπόψη το γενικό κανόνα ερμηνείας των διεθνών συνθηκών (άρθρο 31 παρ.3 εδ. γ της Σύμβασης της Βιέννης περί Δικαίου των Συνθηκών) σύμφωνα με τον οποίο κατά την ερμηνεία των διεθνών συνθηκών πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το Διεθνές Δίκαιο έτσι όπως αυτό διαμορφώνεται στη νομοθεσία, στη νομολογία και στην πρακτική που εφαρμόζεται από τα κράτη.
Στο άρθρο 1 της Σύμβασης αναφέρεται ότι: “ο όρος φυλετική διάκριση “υπονοεί κάθε διάκριση, εξαίρεση, παρεμπόδιση ή προτίμηση που βασίζεται στη φυλή, το χρώμα, την καταγωγή ή την εθνική ή εθνολογική προέλευση με το σκοπό ή αποτέλεσμα εκμηδένισης ή διακινδύνευσης της αναγνώρισης, απόλαυσης ή άσκησης, με όρους ισότητας των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών στον πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, μορφωτικό ή οποιονδήποτε άλλον τομέα του δημόσιου βίου”.
Θα αναφερθούμε επίσης στη μεταγενέστερη Διακήρυξη της UNESCO για τη φυλή και τη φυλετική προκατάληψη του 1978. Στη διακήρυξη δε δίνεται νομικός όρος του ρατσισμού, αλλά ένας αναλυτικός κατάλογος των εκδηλώσεών του: θεωρίες που ισχυρίζονται ότι υπάρχουν ανώτερες και κατώτερες φυλετικές ή εθνοτικές ομάδες, απλή δικαιολόγηση τέτοιων θεωριών, ρατσιστικές ιδεολογίες, στάσεις προκατάληψης, συμπεριφορά διακρίσεων, πρακτικές απολήγουσες σε ρατσιστική ανισότητα και, τέλος, νομοθεσία και πρακτική διακρίσεων (άρθρο 2).
Στα πιο πάνω αποσπάσματα η “Χρυσή Αυγή” δηλώνει καθαρά: “Ρατσισμός τώρα!”.
Η βασική όμως απόδειξη για το ρατσιστικό της χαρακτήρα είναι η ανοιχτή υποστήριξη του εθνικοσοσιαλισμού : “Εμείς οι Έλληνες Εθνικοσοσιαλιστές βροντοφωνάζουμε, να διωχθούν τα δύο σκουλήκια Σαδίκ και Φαίκογλου από τη Βουλή των Ελλήνων και να σταλθούν αυτοί και το υπόλοιπο σκυλολόϊ από εκεί που ήρθαν, στις αφιλόξενες και ξεραμένες μογγολικές στέππες”.
“Αυτή η κοσμοθεωρητική στροφή γέννησε το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, τον Εθνικοσοσιαλισμό, το Φασισμό, το Φαλαγγιτισμό και τους άλλους Ευρωπαϊκούς Εθνικισμούς, έθεσε δε τις βάσεις για την ανασυγκρότηση των Δυνάμεων της Παράδοσης του σήμερα και του αύριο! Σ’ αυτή την τροχιά έχουμε χρέος να πορευτούμε σ’ αυτά τα “αποφασιστικά χρόνια”.
Όταν αναφερόμαστε στις ρατσιστικές θεωρίες, πρέπει κύρια να αναφερόμαστε στο γενικό κεφάλαιο με τίτλο “εθνικοσοσιαλισμός”1. Αυτό το δόγμα περιγράφεται στο βιβλίο “MEIN KAMPF” (Ο αγώνας μου) του Χίτλερ, το οποίο πολύ σωστά θεωρήθηκε η “Βίβλος του Ρατσισμού”. Σύμφωνα με τη θεωρία του την “Άρεια Αλήθεια”, οι ανώτερες φυλές, οι ανώτερες ράτσες πρέπει να αντικαταστήσουν τις κατώτερες ράτσες. Στην άρεια ράτσα ανατίθεται ο ρόλος να εκπολιτίσει τον κόσμο. Στην άρεια φυλή επιτίθεται ο εβραίος. Δεν υπάρχει καμία αθλιότητα στην οποία, σύμφωνα με τον Χίτλερ, δεν είναι ανακατεμένος ο εβραίος. Το άρειο αίμα πρέπει να διατηρηθεί καθαρό. Η ανάμειξη είναι το υπέρτατο αμάρτημα”.
Είναι γενικά αποδεκτό στη διεθνή νομοθεσία και νομολογία ότι οι υποστηρικτές του εθνικοσοσιαλισμού και του χιτλερισμού αποτελούν τους πιο φανατικούς υποστηρικτές των φυλετικών διακρίσεων, της “ανωτερότητας της Αρείας Φυλής”, “της καθαρότητας του αίματος”. Ο ίδιος ο χιτλερισμός, ακριβώς επειδή είναι η πιο τελειοποιημένη φυλετική θεωρία, αποτελεί την ωμή παραβίαση όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Γι’ αυτό η ανθρωπότητα με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου όταν επέζησε νικηφόρα από την εθνικοσοσιαλιστική λαίλαπα προχώρησε στα πλαίσια του οργάνου της Διεθνούς Κοινότητας, του ΟΗΕ, σε μία σειρά συμβάσεων για την κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ώστε να διασφαλιστεί ότι αυτά δεν θα διακινδυνέψουν από ένα νέο Χίτλερ, από μία νέα ιμπεριαλιστική ρατσιστική πολιτική αλλά και από τον αποικιοκρατικό ρατσισμό.
Η Διεθνής Αντιρατσιστική Σύμβαση αναφέρει χαρακτηριστικά στο προοίμιο της ότι τα συμβαλλόμενα κράτη πιστεύουν ότι κάθε δοξασία που βασίζεται στη φυλετική διαφοροποίηση είναι επιστημονικά σφαλερή, ηθικά καταδικαστέα, κοινωνικά άδικη και επικίνδυνη και ότι καμία δικαιολογία της φυλετικής διάκρισης δεν υπάρχει, ούτε στη θεωρία ούτε στην πράξη, ούτε οπουδήποτε.
Το δεύτερο σκέλος της ερμηνευτικής μας προσέγγισης αφορά τις πράξεις που θεωρούνται παρότρυνση και ενθάρρυνση σε φυλετική διάκριση. Η ρατσιστική πράξη είναι η κάθε μορφής βία που παραβιάζει την αρχή της ισότητας μεταξύ των ανεξάρτητα από φυλή, χρώμα, καταγωγή ή εθνική ή εθνολογική προέλευση, έτσι όπως αυτή κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα μας (άρθρο 4 σε συνδυασμό με άρθρο 5 παρ. 2), στην Οικουμενική Διακήρυξη του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου του 1948 (άρθρα 1 και 2), στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τις Θεμελιώδεις Ελευθερίες και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (άρθρο 14), και στο Διεθνές Σύμφωνο για τα Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα (άρθρο 26). Με αυτή την έννοια παρότρυνση και ενθάρρυνση σε ρατσιστική πράξη αποτελεί κάθε μορφής ρατσιστική προπαγάνδα και υποστήριξη της φυλετικής διάκρισης, κάθε έκφραση ρατσιστικής ιδεολογίας, κάθε δημόσια απεύθυνση για υιοθέτηση των θέσεων της φυλετικής ή και εθνικής ανωτερότητας.
Η πραγμάτωση της ρατσιστικής ιδεολογίας ήταν το ναζιστικό κράτος του Χίτλερ, που θεμελιώθηκε στη βία ενάντια στις “κατώτερες φυλές” (και ιδιαίτερα τους εβραίους), και στα “κατώτερα έθνη”. Μία άλλη μορφή ρατσιστικού κράτους ήταν οι αποικίες, όπου η εφαρμογή του ρατσισμού βασίστηκε στη σχέση αποικιοκρατικού έθνους-ιθαγενών. Από τα τελευταία και πιο αποτρόπαια δείγματα ενός τέτοιου ρατσισμού ήταν το καθεστώς του APARTHEID που κατάργησε όλα τα δικαιώματα των ανθρώπων που ανήκαν στη μαύρη φυλή και καταδικάστηκε από τη διεθνή κοινότητα2. Η βία λοιπόν αποτελεί εννοιολογικό στοιχείο του ρατσισμού.
Θα επικαλεστούμε εδώ τον ορισμό που δίνει στο ρατσισμό ο κοινωνιολόγος Albert Memmi: “Ο ρατσισμός είναι η αξιοποίηση γενικευμένη και οριστική των βιολογικών διαφορών πραγματικών ή φανταστικών υπέρ του κατήγορου και σε βάρος του θύματός του για να δικαιολογήσει τα προνόμιά του ή την επίθεσή του... Στοιχείο της ρατσιστικής στάσης είναι η προσπάθεια που γίνεται από τον ρατσιστή να νομιμοποιήσει την επίθεση ή να την διατηρήσει, νομιμοποιώντας το προνόμιο. Αυτή η επίθεση ή το προνόμιο είναι πραγματικά ή δυνητικά”.
Ο ρατσιστής θα εκφραστεί οπωσδήποτε με επίθεση, με βία για να επιβεβαιώσει την “ανωτερότητά” του. Η θεωρία της φυλετικής ανωτερότητας χρησιμοποιείται για να νομιμοποιήσει τη βία που ήδη ασκεί ή θα ασκήσει. Είναι η βάση της βίας.
Γι’ αυτούς τους λόγους ένα δημοκρατικό πολίτευμα δεν πρέπει να επιτρέπει την έκφραση στις ρατσιστικές θέσεις, γιατί αυτό σημαίνει ότι προστατεύει την παράνομη βία. Αυτή η στάση αποτελεί στην πράξη κατάλυση των αρχών του δημοκρατικού πολιτεύματος.


Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΩΝ ΡΑΤΣΙΣΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ ΚΑΙ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ
Η επιταγή της Διεθνούς Αντιρατσιστικής Σύμβασης, με βάση μόνο τη γραμματική της ερμηνεία και χωρίς να εξεταστούν το πνεύμα και οι σκοποί της, μπορεί να θεωρηθεί ότι έρχεται σε σύγκρουση με την ελευθερία της έκφρασης της γνώμης (άρθρο 14 παρ. 1 Σ, άρθρο 10 ΕΣΔΑ) και την αρχή της ελεύθερης λειτουργίας των πολιτικών κομμάτων. Οι αρχές αυτές ουσιαστικά επιβάλλουν σε μία δημοκρατική κοινωνία να αντιπαραθέτει ιδέες στις ιδέες, και λόγο στο λόγο.
Όμως σε μια δημοκρατική κοινωνία απέναντι στην παράνομη βία και στην ιδεολογία της βίας πρέπει να υπάρχουν κατασταλτικά μέτρα. Οι εγκωμιαστές των εγκλημάτων που στρέφονται ενάντια στη ζωή, στην τιμή και στην ελευθερία των πολιτών, όπως ο φόνος, τα βασανιστήρια, ο βιασμός, το εμπόριο ναρκωτικών, η παιδεραστία, τιμωρούνται ποινικά σε κάθε κράτος με δημοκρατικούς θεσμούς. Η ρατσιστική θέση όπως εκφράζεται πιο ολοκληρωμένα με την υποστήριξη του χιτλερισμού και του εθνικοσοσιαλισμού αποτελεί όχι μόνο εγκωμιασμό τέτοιων εγκλημάτων που έγιναν στο παρελθόν αλλά και αυτό είναι το πιο σημαντικό παρότρυνση σε νέα εγκλήματα. Εδώ πρέπει να διευκρινίσουμε ότι το ναζιστικό έγκλημα δεν είναι πολιτικό έγκλημα με την έννοια που μπορεί να θεωρηθεί σε ορισμένες περιπτώσεις η τρομοκρατική δράση στα σύγχρονα κράτη (όπως ο εθνκοανεξαρτησιακός αγώνας, η αναρχική ή η αντικαθεστωτική δράση). Πρόκειται για ωμή φυλετική εκκαθάριση, για εθνοεκκαθάριση, για πράξεις καταδικασμένες με απόλυτο τρόπο από την ανθρωπότητα.
Αυτό είναι το πνεύμα της Διεθνούς Αντιρατσιστικής Σύμβασης και όλων των νομοθετικών και διοικητικών μέτρων καταστολής που έχουν λάβει τα δημοκρατικά κράτη της Ευρώπης.
Παραθέτουμε σχετικά αποσπάσματα από την Έκθεση της Επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τον ρατσισμό στην Ευρώπη του 19854: “Δεν πρέπει ούτε να υπερεκτιμάται, ούτε να υποτιμάται ο ρόλος του νόμου και των σχετικών νομικών μηχανισμών. Καταρχήν δεν πρέπει να λησμονούμε ότι κάθε μέτρο, αρνητικού ή θετικού χαρακτήρα, που αποσκοπεί στην εξάλειψη των φυλετικών διακρίσεων στο πλαίσιο ενός δημοκρατικού καθεστώτος πρέπει σε τελευταία ανάλυση να στηρίζεται σε κανόνα δικαίου. Από την άποψη αυτή, ο νόμος αποτελεί μέσο τελείως απαραίτητο και πανταχού παρόν”.
Απαιτείται κατασταλτικός νόμος για τη ρατσιστική προπαγάνδα και η ρατσιστική δράση αφού αυτή συνεπάγεται την καταστροφή των θεμελιωδών ελευθεριών του ανθρώπου η προστασία των οποίων αποτελεί καθήκον κάθε δημοκρατικού κράτους.
Η ελευθερία της έκφρασης πρέπει να περιορίζεται όταν η έκφραση διακινδυνεύει άλλα έννομα αγαθά5. Η στάθμιση ανάμεσα στην ελευθερία της έκφρασης και το προσβαλλόμενο έννομο αγαθό καθίσταται αναγκαία σ’ αυτή την περίπτωση. Κατά τη διαδικασία αυτή πρέπει να λάβουμε υπόψη την ιδιαίτερη σημασία που έχει η ελευθερία της γνώμης για μια δημοκρατία. Για τη στάθμιση δύο κριτήρια είναι απαραίτητα: Πρώτον πρέπει να προσβάλλεται έννομο αγαθό που η προστασία του επιβάλλεται από το Σύνταγμα. Δεύτερον πρέπει ο περιορισμός της ελευθερίας της γνώμης να αναφέρεται σε καταστάσεις που είναι καθ’ εαυτές παράνομες.
Η ελευθερία της ρατσιστικής έκφρασης παραβιάζει το δικαίωμα της απόλυτης προστασίας της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας όσων βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια, ανεξάρτητα από φυλή, χρώμα, καταγωγή ή εθνική ή εθνολογική προέλευση, (5 παρ.2 Σ), και της αρχής της ισότητας (4Σ). Η αρχή αυτή κατοχυρώνεται μόνο για τους έλληνες πολίτες, αλλά η απαγόρευση των διακρίσεων εντάσσεται ως εννοιολογικό στοιχείο στο περιεχόμενο κάθε ατομικού δικαιώματος. Η Διεθνής Αντιρατσιστική Σύμβαση από την οποία δεσμεύεται η χώρα μας έχει κηρύξει παράνομη τη ρατσιστική έκφραση.
Η ίδια η προστασία της ελευθερίας της έκφρασης επιβάλλει την απαγόρευση έκφρασης στον ρατσισμό. Το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ (Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα), που θεωρείται σήμερα το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, προβλέπει απόλυτη προστασία της ελευθερίας της έκφρασης, συμπεριλαμβανομένης και της ελευθερίας γνώμης, της λήψης ή μετάδοσης πληροφοριών και ιδεών, χωρίς την επέμβαση από δημόσια αρχή. Ωστόσο, η άσκηση αυτού του δικαιώματος υπόκειται σε νόμιμους περιορισμούς, οι οποίοι είναι απαραίτητοι σε μια δημοκρατική κοινωνία για την επίτευξη ορισμένων νομίμων σκοπών (παρ. 2). Ο WOLFGANG STRASSER, μέλος της Γραμματείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα6, υποστηρίζει τα εξής γι’ αυτό το θέμα: “Η ερμηνεία του άρθρου 10 μπορεί να θεωρηθεί ως μία διάταξη - κλειδί για τη λειτουργία της δημοκρατίας. Επομένως η λειτουργία του είναι ευρεία και φιλελεύθερη, βασισμένη στην αρχή ότι ακόμα και οι πληροφορίες ή ιδέες που ενοχλούν ή σοκάρουν το κοινό πρέπει γενικά να επιτρέπονται και πως οι ρήτρες αποκλεισμού πρέπει να ερμηνεύονται στενά.
Με αυτό το περιεχόμενο, δύο όψεις της επίκλησης του άρθρου 10 πρέπει να ξεχωρίσουν:
1) η επίκλησή του από άτομα των οποίων η ελευθερία της έκφρασης περιορίστηκε επειδή υποστήριξαν ιδέες ακραίου εθνικισμού, φυλετικού μίσους, αντισημιτισμού κ.λπ. Σε αυτόν τον τομέα, η Επιτροπή θεωρεί γενικά ότι οι υπό κρίση περιορισμοί δικαιολογούνται είτε βάσει του άρθρου 10 παρ. 2 ή σε ορισμένες σπάνιες περιπτώσεις βάσεις του άρθρου 17 της Σύμβασης.
2) η επίκλησή του από άτομα που σκόπευαν σε κριτική εναντίον εκδηλώσεων ακραίου εθνικισμού, φυλετικού μίσους, αντισημιτισμού κ.λπ. η ελευθερία έκφρασης των οποίων περιορίστηκε συνήθως μετά από αίτηση των επιτιθέμενων: με αυτή την έννοια, τα όργανα της Σύμβασης προστατεύουν την ελευθερία έκφρασης τουλάχιστον αν η κριτική είναι συναφής και ανάλογη”.
Είναι φανερό ότι η προστασία της ελευθερίας της έκφρασης σε μια δημοκρατική κοινωνία απαιτεί την εφαρμογή του άρθρου 4 της Αντιρατσιστικής Σύμβασης.
Την ίδια επιταγή περιέχει και το άρθρο 20 παρ. 2 του Συμφώνου του ΟΗΕ για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα το οποίο η Ελλάδα επικύρωσε και τέθηκε σε ισχύ την 5.8.1997. Σύμφωνα το άρθρο 20 παρ. 2 τα συμβαλλόμενα κράτη πρέπει να απαγορεύουν “οποιαδήποτε ενθάρρυνση του εθνικού, φυλετικού ή θρησκευτικού μίσους που αποτελεί υποκίνηση σε διάκριση”.
Εφόσον επιβάλλεται κατ’ αρχήν η απαγόρευση της ατομικής έκφρασης του προπαγανδιστή της ρατσιστικής ιδεολογίας, απαγορεύεται και η οργανωμένη έκφρασή του, η παράνομη ναζιστική συμμορία, το “κόμμα” των ναζιστών. Η “Χρυσή Αυγή” κατά συνέπεια δεν προστατεύεται από το άρθρο 29 του Συντάγματος που προβλέπει την ελεύθερη ίδρυση και λειτουργία των πολιτικών κομμάτων. Δεν πρόκειται για κόμμα με την έννοια που έχει αυτός ο θεσμός για ένα δημοκρατικό πολίτευμα αλλά για μια οργανωμένη ομάδα ατόμων οι οποίοι και μόνο με τη συμμετοχή τους σ’ αυτήν διαπράττουν ποινικό αδίκημα, αφού συνολικά εκθειάζουν τα εγκλήματα του χιτλερισμού στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και καλούν σε επανάληψή τους (Όσο για το φόβο που ο “Ταχυδρόμος” διατυπώνει “μήπως ήρθε η ώρα ενός Έλληνα Λεπέν” και ότι “ο Χίτλερ περιμένει στη γωνία” τον διαβεβαιώνουμε ότι σύντομα, Εμείς οι Έλληνες Εθνικοσοσιαλιστές της Χρυσής Αυγής, θα κάνουμε τον εφιάλτη του πραγματικότητα). H αναγνώριση του δικαιώματος ίδρυσης κόμματος για τους ναζιστές εξομοιώνεται έτσι με την απαίτηση αναγνώρισης του ίδιου δικαιώματος για τους βιαστές (ή τους υποστηρικτές του βιασμού), τους δολοφόνους (ή τους υποστηρικτές της ανθρωποκτονίας), τους παιδεραστές κ.λπ.

Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΑΝΤΙΡΑΤΣΙΣΤΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ (IUS COGENS)
Η ουσιαστική εφαρμογή της Διεθνούς Αντιρατσιστικής Σύμβασης απαιτείται όχι μόνο για να προστατευτεί το δημοκρατικό μας πολίτευμα, αλλά και για να εκπληρώσει η χώρα μας τη συνταγματική της υποχρέωση να προάγει τις αρμονικές σχέσεις με τις τρίτες χώρες και να συμβάλει σε κλίμα ειρήνης και φιλίας.
Στο προοίμιο της Αντιρατσιστικής Σύμβασης διαβάζουμε: “Επιβεβαιώνεται ξανά ότι η διάκριση μεταξύ ανθρωπίνων όντων λόγω φυλής, χρώματος ή εθνικής προελεύσεως αποτελεί εμπόδιο για τις φιλικές και ειρηνικές σχέσεις μεταξύ των εθνών και ότι είναι ικανή να διαταράξει την ειρήνη και την ασφάλεια μεταξύ των εθνών και την αρμονία συμβιώσεως του ενός προσώπου στο πλευρό του άλλου ακόμα και στο εσωτερικό της ίδιας χώρας”.
Στη Διακήρυξη της UNESCO για τις φυλετικές διακρίσεις, στον ορισμό του ρατσισμού που δίνεται εκεί αναφέρεται ότι ο ρατσισμός: “εμποδίζει την ανάπτυξη των θυμάτων του, διαστρέφει αυτούς που τον εφαρμόζουν, διαιρεί τα έθνη στο εσωτερικό τους, αποτελεί εμπόδιο στη διεθνή συνεργασία και προκαλεί πολιτική έχθρα στους λαούς. Διαταράσσει σοβαρά την ειρήνη του κόσμου”.
Ένα κράτος που επιτρέπει τις φυλετικές διακρίσεις στο εσωτερικό του διακινδυνεύει όχι μόνο την εσωτερική δημοκρατία αλλά και τις φιλικές σχέσεις με τρίτα κράτη. Η παραδοχή ανώτερων και κατώτερων φυλών, ανώτερων και κατώτερων λαών, ανώτερων και κατώτερων εθνών δεν μπορεί παρά να δημιουργεί εχθρότητα που στην κατάλληλη στιγμή μπορεί να μετατραπεί σε πόλεμο και μάλιστα πόλεμο με τα πιο βάρβαρα ρατσιστικά και εθνοεκκαθαριστικά χαρακτηριστικά.
Επειδή η σπουδαιότητα της αντιμετώπισης του ρατσισμού είναι αναγνωρισμένη απ’ όλα τα δημοκρατικά κράτη για όλους τους λόγους που αναφέραμε πιο πάνω, η Διεθνής Αντιρατσιστική Σύμβαση αποτελεί Αναγκαστικό Δίκαιο σύμφωνα με το άρθρο 53 της Σύμβασης της Βιέννης περί Δικαίου των Συνθηκών: “Αναγκαστικός κανόνας του γενικού Διεθνούς Δικαίου είναι κανόνας δεκτός και αναγνωρισμένος από τη Διεθνή Κοινότητα των κρατών στο σύνολο της σαν κανόνας, από τον οποίο καμία παρέκκλιση δεν επιτρέπεται και ο οποίος δεν μπορεί να τροποποιηθεί παρά μόνο με νέο κανόνα του γενικού Διεθνούς Δικαίου του ίδιου χαρακτήρα”.
Αυτός ο χαρακτήρας της Σύμβασης κάνει την εφαρμογή της υποχρεωτική από όλα τα συμβαλλόμενα κράτη με τη μεγαλύτερη δυνατή συνέπεια.
Πρέπει να επισημάνουμε εδώ ότι Αντιρατσιστική Σύμβαση όπως και όλα τα Διεθνή Σύμφωνα των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που συνάφθηκαν στο πλαίσιο του ΟΗΕ αποτελεί συνταγματικό κείμενο διεθνούς χαρακτήρα. Το συνταγματικό κράτος εξελίσσεται σήμερα δυναμικά μέσα από τις επιδράσεις που υφίσταται από ένα σύνολο τέτοιων συνταγματικών κειμένων. Τα κείμενα αυτά -είτε εθνικής, είτε διεθνούς ή περιφερειακής προελεύσεως- αποτελούν ένα κομμάτι συνταγματικής πραγματικότητας στο εσωτερικό κάθε κράτους. Η σημασία των κειμένων αυτών για τα συμβαλλόμενα κράτη είναι δεδομένη και συνίσταται στον εμπλουτισμό των εθνικών καταλόγων ατομικών δικαιωμάτων. Από την άλλη πλευρά τα κείμενα αυτά έχουν αναπτύξει ένα τέτοιο χαρακτήρα παγκοσμιότητας που εύκολα τους αποδίδεται ο χαρακτηρισμός του Συντάγματος της Διεθνούς Κοινωνίας ή της πολιτιστικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας.

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΤΙΡΑΤΣΙΣΤΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
To ελληνικό ποινικό δίκαιο σε συμμόρφωση με την Αντιρατσιστική Σύμβαση χαρακτήρισε τη ρατσιστική πράξη και τη ρατσιστική έκφραση ποινικό αδίκημα με το Νόμο 927/79 “περί κολασμού πράξεων ή ενεργειών αποσκοπουσών σε φυλετικές διακρίσεις”. Αυτός ο νόμος λαμβάνει τυπικά υπόψη του τη Διεθνή αυτή Σύμβαση από την οποία δεσμεύεται η χώρα μας. Ουσιαστικά την αγνοεί με αποτέλεσμα αυτή να παραμένει ανεφάρμοστη, αφού τιμωρεί μόνο την ατομική ρατσιστική έκφραση και πράξη, χωρίς να κηρύσσει παράνομη την οργανωμένη πράξη και την οργανωμένη έκφραση, το ναζιστικό κόμμα.
Θα κάνουμε εδώ μία σύντομη αναφορά σ’ αυτό το νόμο για να επισημάνουμε ότι ακόμα και στο πεδίο που καλύπτει είναι εντελώς ανεπαρκής και ανεφάρμοστος. Χαρακτηριστικό του νόμου αυτού είναι ότι η δίωξη των εγκλημάτων που αναφέρονται σ’ αυτόν είναι δυνατή μόνο ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ ΕΓΚΛΗΣΗ. Αυτή και μόνη η προϋπόθεση δείχνει ότι στην ιεράρχηση των εγκλημάτων του ποινικού δικαίου, τα φυλετικά εγκλήματα θεωρούνται εγκλήματα με μικρή σημασία. Ο εισαγγελέας σαν εκπρόσωπος της δικαστικής εξουσίας, σαν κρατικός λειτουργός δεν υποχρεώνεται να κινήσει αυτεπάγγελτα ποινική δίωξη. Δεν επιτρέπεται στην κοινωνία, στον τρίτο πολίτη που θίγεται να υποβάλει μηνυτήρια αναφορά για να κινηθεί δίωξη εναντίον των ναζιστών. Η ευθύνη του κράτους για την υπεράσπιση ημεδαπών και αλλοδαπών μετατίθεται στο ίδιο το θύμα.
Οι ποινές που προβλέπονται είναι ασήμαντες. Δεν ξεπερνούν τα δύο έτη ενώ αυτός που προτρέπει σε ρατσιστική βία ή αυτός που εκφράζει ρατσιστικές απόψεις μπορεί να τιμωρηθεί για το έγκλημα του και μόνο με χρηματική ποινή.
Για όλους τους παραπάνω λόγους δεν έχουν εκδοθεί δικαστικές αποφάσεις βάσει αυτού του νόμου, δεν υπάρχει σχετική νομολογία. Λαμβάνοντας ως δεδομένη τη δράση μιας ναζιστικής οργάνωσης στη χώρα μας επί δεκαετία, συμπεραίνουμε ότι η ανυπαρξία νομολογίας δεν οφείλεται στο γεγονός ότι στη χώρα μας δεν υπάρχει ρατσιστική βία, αλλά ότι τα θύματα αισθάνονται ότι στη μάχη τους με τους θύτες δεν θα έχουν την κρατική προστασία που τους αρμόζει, ότι αν δώσουν τη δικαστική μάχη θα εκτεθούν ακόμα περισσότερο.
Ουσιαστικά δεν υπάρχει ελληνική αντιρατσιστική νομοθεσία. Αυτή θα αποκτήσει υπόσταση όχι με μία τροποποίηση του Ν. 927/79, η οποία είναι σε κάθε περίπτωση αναγκαία, αλλά μόνο όταν καλυφθεί το κενό νόμου που υπάρχει για την ίδρυση και λειτουργία ναζιστικών οργανώσεων και να επιβληθεί η απαγόρευση τους.

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΑΝΤΙΡΑΤΣΙΣΤΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
Η Ευρωπαϊκή Ένωση μέσα από τα θεσμικά της όργανα (Κοινοβούλιο, Συμβούλιο, Επιτροπή) έχει δείξει ιδιαίτερη ευαισθησία στον τομέα του ρατσισμού.
Όλα τα ευρωπαϊκά κράτη έχουν προσχωρήσει στην Αντιρατσιστική Σύμβαση, εκτός από την Ιρλανδία που έχει αναλάβει σχετική δέσμευση.
Θα αναφέρουμε ενδεικτικά νομοθετικά μέτρα που έχουν θεσπίσει τα ευρωπαϊκά κράτη εναντίον του ρατσισμού, με ειδική αναφορά στην απαγόρευση των ρατσιστικών οργανώσεων:
· Στη Γερμανία, το άρθρο 9 (2) του Συντάγματος απαγορεύει τα κόμματα και τις ομάδες των οποίων οι σκοποί ή οι δραστηριότητες έρχονται σε αντίθεση με το ποινικό δίκαιο, το Σύνταγμα ή το διεθνές δίκαιο. Το άρθρο αυτό έχει εφαρμοστεί κατά κύριο λόγο ενάντια στις ρατσιστικές οργανώσεις. Προϋπόθεση για την απαγόρευση τους είναι η έκδοση σχετικής υπουργικής απόφασης. Το 1989, ο Υπουργός Εσωτερικών απαγόρευσε την οργάνωση <<Nationale Sammlung>>, και το 1992 αρκετές ρατσιστικές και δεξιές οργανώσεις όπως οι “Deutsche Alternative” και το <<Nationalistische Front>> απαγορεύτηκαν. Το Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε τη νομιμότητα της απαγόρευσης της οργάνωσης “Nationalistische Front” το 1993.
Το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο έκδοσε δύο αποφάσεις το 1994 με τις οποίες αποφάνθηκε θετικά για τη συνταγματικότητα των άρθρων 130 και 185 του Γερμανικού Ποινικού Κώδικα. Τα άρθρα αυτά ποινικοποιούν την άρνηση του Ολοκαυτώματος (το ψέμα του Άουσβιτς). Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η άρνηση του Ολοκαυτώματος δεν αποτελεί ελευθερία έκφρασης γιατί: α) προσβάλλει τον εβραϊκό λαό και β) έχει αποδειχτεί ότι αυτή η άρνηση είναι αντίθετη με την αλήθεια.
· Στη Γαλλία η Διεθνής Αντιρατσιστική Σύμβαση έχει ενσωματωθεί στο εσωτερικό δίκαιο με άμεση εφαρμογή.
· Στην Ιταλία το άρθρο 7 του Νόμου 205/1993 για “επείγοντα μέτρα ενάντια στη φυλετική διάκριση” προβλέπει την προληπτική αναστολή δραστηριοτήτων των οργανώσεων που μπορούν να χαρακτηριστούν ρατσιστικές. Η ανώτατη ποινή ανάλογα με τις δραστηριότητες και τον χαρακτήρα αυτών των οργανώσεων είναι η διάλυση τους και η δήμευση της περιουσίας τους.
· Στην Ολλανδία με νόμο του 1989 οι ρατσιστικές οργανώσεις υπόκεινται σε δίωξη και διάλυση. Εξουσία για την έκδοση της απόφασης με την οποία μπορούν να τεθούν εκτός νόμου και να διαλυθούν ρατσιστικοί σύνδεσμοι και πολιτικά κόμματα παρασχέθηκε στον Εισαγγελέα, ο οποίος μπορεί να το πράξει εφόσον ένα ή περισσότερα από τα ηγετικά τους στελέχη έχουν προηγουμένως καταδικαστεί για παράβαση του Ποινικού Κώδικα.
· Στην Πορτογαλία το άρθρο 46(4) του Συντάγματος απαγορεύει όλες τις ένοπλες ομάδες στρατιωτικής ή παραστρατιωτικής φύσης και αυτές που διαδίδουν φασιστικές ιδέες.
· Το 1994 το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πορτογαλίας εξέτασε, ύστερα από αίτηση του Εισαγγελέα, αν έπρεπε να διαλυθεί με βάση την ως άνω συνταγματική διάταξη, η οργάνωση “Εθνικό Κίνημα Δράσης” (Movimiento di acao national -MAN). Το Δικαστήριο δεν έκδοσε καταδικαστική απόφαση γιατί όταν ολοκληρώθηκε η εξέταση της υπόθεσης, η οργάνωση αυτή είχε διαλυθεί. Ωστόσο, με την απόφαση 17/94 διατύπωσε γνώμες για τους σκοπούς της οργάνωσης, οι οποίοι θα μπορούσαν να θεωρηθούν λόγοι διάλυσης της από το κράτος.
· Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η οργάνωση και τα ενεργά μέλη της προπαγάνδιζαν την ιδεολογία της φυλής, δηλώνοντας την αντίθεση τους στη συνύπαρξη διαφορετικών φυλών σ’ ένα κράτος με τέτοιο τρόπο ώστε να προκαλούν ξενοφοβία και φυλετικό μίσος. Οι εκδόσεις της οργάνωσης δημοσίευαν γνωστούς Γερμανούς Εθνικοσοσιαλιστές, Ιταλούς φασίστες και Πορτογαλέζους Συνταγματάρχες. Τα καταχωρημένα μέλη χρησιμοποιούσαν το ναζιστικό χαιρετισμό και επιδείκνυαν τη σβάστικα.
· Στις 12 Απριλίου 1994, το Βέλγιο αναθεώρησε το βασικό νόμο της 30ης Ιουνίου του 1981 για την απαγόρευση συγκεκριμένων πρακτικών που απορρέουν από τον ρατσισμό και την ξενοφοβία, σε συμμόρφωση με τη Διεθνή Αντιρατσιστική Σύμβαση.

ΟΙ ΔΕΣΜΕΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΞΕΝΟΦΟΒΙΑΣ


1) ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
Το Συμβούλιο της Ευρώπης στις 29 Μαίου 1990 έκδοσε απόφαση για την πάλη ενάντια στον ρατσισμό και την ξενοφοβία. Στην απόφαση αυτή τα κράτη μέλη καλούνται μεταξύ άλλων:
Α) Να αναγνωρίσουν (στην περίπτωση που δεν το έχουν ήδη κάνει) τη διαδικασία ατομικών προσφυγών του άρθρου 14 της Διεθνούς Σύμβασης για την Εξάλειψη των Φυλετικών Διακρίσεων Κάθε Μορφής (2b). Η Ελλάδα δεν έχει αναγνωρίσει ακόμα αυτή τη διαδικασία.
Β) Να προωθήσουν την εφαρμογή νόμων που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση ρατσιστικών ή ξενοφοβικών πράξεων και, όσα κράτη μέλη δεν έχουν θεσπίσει τέτοιους νόμους, να προχωρήσουν άμεσα στη θέσπιση τους (2c). Η απόφαση αυτή αφορά την Ελλάδα γιατί ο αντιρατσιστικός νόμος που έχει θεσπίσει είναι στην πράξη ανεφάρμοστος. Οπότε πρέπει να συμπληρώσει τον ήδη υπάρχοντα νόμο και να τον καταστήσει εφαρμοστέο ή να θεσπίσει νέα νομοθεσία.
Στις 15 Ιουλίου 1996 εγκρίθηκε από το Συμβούλιο απόφαση κοινής δράσης βάσει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας.
Στην απόφαση αυτή για κοινή δράση καλούνται τα ευρωπαϊκά κράτη να διασφαλίσουν τη δικαστική συνεργασία μεταξύ τους σε ό,τι αφορά τις ρατσιστικές πράξεις. Απαραίτητη προϋπόθεση γι’ αυτό θεωρεί την υιοθέτηση αυστηρών νομοθετικών μέτρων από όλα τα κράτη που να επιβάλουν τον ποινικό κολασμό των ρατσιστικών πράξεων και της ρατσιστικής προπαγάνδας. Ανάμεσα στα εγκλήματα που πρέπει να τιμωρούνται αναφέρεται και η δημόσια άρνηση των εγκλημάτων που ορίζονται στο άρθρο 6 του οργανισμού του διεθνούς στρατοδικείου που προσαρτήθηκε στη συμφωνία του Λονδίνου της 8ης Απριλίου 1945, στο βαθμό που η άρνηση αυτή συνιστά περιφρονητική ή μειωτική συμπεριφορά έναντι ομάδας ατόμων προσδιοριζόμενης με βάση το χρώμα, τη φυλή, τη θρησκεία ή την εθνική ή εθνοτική καταγωγή.
Η προθεσμία για να υποβάλουν οι χώρες τις προτάσεις τους για την εφαρμογή της ως άνω απόφασης είναι μέχρι το τέλος Ιουνίου αυτού του έτους.
Η χώρα μας πρέπει να εντάξει αυτή την κατηγορία των πράξεων στις ποινικά κολάσιμες και να θεσπίσει ανάλογη νομοθεσία.


2) ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΓΙΑ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ
Η Εξεταστική Επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τον ρατσισμό και τη Ξενοφοβία (1989-1990) στην έκθεσή της απεύθυνε τις ακόλουθες συστάσεις στα κράτη μέλη της Ε.Ε.:
· Σύσταση 52: Να θεσπιστεί νόμος κατά των δυσμενών διακρίσεων ο ποίος να καταδικάζει όλες τις ρατσιστικές πράξεις και να επιτρέπει σε νομικά πρόσωπα, όπως είναι οι σύνδεσμοι, να υποβάλουν μηνύσεις για ρατσιστικές πράξεις ή να εμφανίζονται ενώπιον του Δικαστηρίου ως συνενάγοντες.
· Σύσταση 65: Τα κράτη μέλη να δημιουργήσουν κατάλληλους μηχανισμούς για την παρακολούθηση της απαρέγκλιτης εφαρμογής των συμβάσεων, ψηφισμάτων και οδηγιών και των νομοθετημάτων που αφορούν τις πράξεις ρατσισμού, αντισημιτισμού και ξενοφοβίας.
· Σύσταση 68: Τα κράτη μέλη να καταστήσουν αυστηρότερη τη νομοθεσία τους για την καταστολή του ρατσισμού και του αντισημιτισμού, ειδικότερα δε να λάβουν μέτρα ώστε να εξασφαλισθεί ότι όσοι καταδικάζονται και φυλακίζονται για τέτοιου είδους αδικήματα θα στερούνται των πολιτικών τους δικαιωμάτων κατά τη διάρκεια της κράτησης.
Από τα ως άνω προκύπτει η υποχρέωση της Ελλάδας να τροποποιήσει τον 927/1979 ώστε να επιτρέπεται η αυτεπάγγελτη δίωξη και η μήνυση, να προσχωρήσει στην ατομική διαδικασία προσφυγών του άρθρου 14 της Διεθνούς Αντιρατσιστικής Σύμβασης, και να θεσπίσει πρόσθετα νομοθετικά μέτρα ώστε να διασφαλιστεί ότι οι ρατσιστές δεν θα έχουν δικαίωμα έκφρασης.


3) ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΡΑΤΣΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗ ΔΥΣΑΝΕΞΙΑ
Το 1995 ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενάντια στο Ρατσισμό και τη Δυσανεξία (ECRI) ύστερα από σχετική απόφαση της πρώτης συνάντησης Κορυφής των Αρχηγών των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης, για την αντιμετώπιση των αυξανόμενων προβλημάτων του ρατσισμού, της ξενοφοβίας, του αντι-σημιτισμού και της δυσανεξίας που απειλούν τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις δημοκρατικές αξίες στην Ευρώπη.
Στην έκθεση της για την Ελλάδα, η Επιτροπή αυτή αναφέρει ότι η Ελλάδα πρέπει να προσχωρήσει στη διαδικασία του άρθρου 14 της Διεθνούς Αντιρατσιστικής Σύμβασης.


4) ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΑΛΕΙΨΗ ΤΗΣ ΦΥΛΕΤΙΚΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗΣ (CERD)
Η Επιτροπή για την Εξάλειψη της Φυλετικής Διάκρισης έχει ζητήσει επίμονα από τα συμβαλλόμενα κράτη να εφαρμόσουν τα άρθρα 2 εώς 7 της Σύμβασης, με ειδική αναφορά στο άρθρο 4 α, β και γ, ανεξάρτητα από την ύπαρξη φυλετικών διακρίσεων στο έδαφός τους.
Η Επιτροπή έχει επιβεβαιώσει ότι η εφαρμογή αυτών των κανόνων είναι υποχρεωτική για όλα τα κράτη μέλη.
Από όλα όσα αναφέρουμε στο παρόν γίνεται φανερό ότι το ελληνικό κράτος δεν εφαρμόζει τη Διεθνή Αντιρατσιστική Σύμβαση και δε βρίσκεται σε σύμπλευση με την ευρωπαϊκή πρακτική και νομοθεσία για τα θέματα του ρατσισμού. Η νομιμότητα της λειτουργίας και δράσης της ναζιστικής οργάνωσης “Χρυσής Αυγής” στη χώρα μας σημαίνει ότι επιτρέπεται η δημιουργία ενός πολιτικού κλίματος που εγκυμονεί άμεσο κίνδυνο πολέμου, δικτατορίας και φασισμού.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους

ΖΗΤΑΜΕ
- Να τεθεί εκτός νόμου η “Χρ. Αυγή”
- Να απαγορευτεί η ίδρυση, λειτουργία και δραστηριότητα κάθε άλλης ρατσιστικής ομάδας ή οργάνωσης σε συμμόρφωση με το άρθρο 4 της Διεθνούς Αντιρατσιστικής Σύμβασης
- Να προσχωρήσει η χώρα μας στη διαδικασία του Αρθρου 14 των ατομικών προσφυγών της Διεθνούς Αντιρατσιστικής Σύμβασης
- Να τροποποιηθεί ο Νόμος 927/79 ώστε να επιτρέπεται η αυτεπάγγελτη δίωξη και η μήνυση, να προβλεφθούν αυστηρές ποινές ανάλογες με τη σοβαρότητα του ρατσιστικού εγκλήματος, και να συμπληρωθεί με την πρόβλεψη ποινικού κολασμού για τη δημόσια άρνηση των εγκλημάτων που ορίζονται στο άρθρο 6 του οργανισμού του διεθνούς στρατοδικείου που προσαρτήθηκε στη συμφωνία του Λονδίνου της 8ης Απριλίου 1945, στο βαθμό που η άρνηση αυτή συνιστά περιφρονητική ή μειωτική συμπεριφορά έναντι ομάδας ατόμων προσδιοριζόμενης με βάση το χρώμα, τη φυλή, τη θρησκεία ή την εθνική ή εθνοτική καταγωγή.
- Να θεσπισθεί αυστηρή αντιρατσιστική νομοθεσία ώστε να εφαρμοστούν τα άρθρα 2 έως 7 της Διεθνούς Αντιρατσιστικής Σύμβασης


ΑΝΑΦΟΡΕΣ
1. G. Tenekides: “L’ Action des Nations Unies Contre Discrimination Raciale”, “Recueil Des Cours”, της Ακαδημίας Διεθνούς Δικαίου, τομ. 168 (1980), σελ. 269-487
2. Άρθρο 3 Διεθνούς Αντιρατσιστικής Σύμβασης: “Τα κράτη μέλη ιδιαίτερα καταδικάζουν τη φυλετική απομόνωση και το APARTHEID και αναλαμβάνουν την υποχρέωση παρεμπόδισης, απαγόρευσης και εκρίζωσης κάθε μεθόδου τέτοιας φύσης διενεργούμενης στα εδάφη της δικαιοδοσίας τους”.
3. Εγκυκλοπαίδεια Universalis, τόμος 13, 1972, σελ. 915-916
4. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Εξεταστική Επιτροπή για την Άνοδο του Φασισμού και του Ρατσισμού στην Ευρώπη, Έκθεση για τα Αποτελέσματα των Εργασιών, Εισηγητής Δημ. Ευρυγένης, Δεκέμβριος 1985
5. Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, Π.Δ. Δαγτόγλου, Εκδόσεις Σάκκουλας 1991
6. ΝοΒ, τόμος 45, τεύχος 6, Σεπτέμβριος Οκτώβριος 1997
7. Τα στοιχεία για τη νομοθεσία των ευρωπαϊκών χωρών προκύπτουν από:
α) τη Συγκριτική Μελέτη της Νομοθεσίας των μελών της Ε.Ε. ενάντια στη διάκριση, το ρατσισμό και τη ξενοφοβία και την παρότρυνση σε μίσος και τη φυλετική βία της Ευρωπαϊκής Γενικής Διεύθυνσης για τις Εργασιακές Σχέσεις και τις Κοινωνικές Υποθέσεις, Νοέμβριος 1994, και,
β) την Έκθεση εξ ονόματος της Εξεταστικής Επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το ρατσισμό και την Ξενοφοβία, 1989-1990.