ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ

Εμείς που καταθέτουμε αυτό το κείμενο ενώσαμε τις προσπάθειές μας και συγκροτήσαμε την Αντιναζιστική Πρωτοβουλία, για να εμποδίσουμε την ανάπτυξη του νεοναζιστικού ρεύματος στη χώρα μας και για να εφαρμοστούν οι στοιχειώδεις δημοκρατικές αρχές, ώστε να απαγορευτεί κάθε ναζιστική δραστηριότητα και να τεθεί εκτός νόμου κάθε ναζιστική οργάνωση.
Αποτελεί πολιτικό σκάνδαλο πρώτου μεγέθους και πρωτοφανή πρόκληση σε βάρος των δημοκρατικών κατακτήσεων όχι μόνο του ελληνικού λαού, αλλά όλων των ευρωπαϊκών λαών, το γεγονός ότι μόνο στη χώρα μας ανάμεσα σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιτρέπεται η νόμιμη λειτουργία μιας ανοιχτά χιτλερικής οργάνωσης όπως είναι η “Χρυσή Αυγή”.
Oι λαοί της Ευρώπης έχουν αποκτήσει μέσα από την αφάνταστα οδυνηρή εμπειρία του Β’ Παγκόσμιου πόλεμου τη γνώση του ναζισμού και του φασισμού και δε δέχονται σε καμία περίπτωση να δώσουν στους ναζιστές για άλλη μια φορά τη δυνατότητα να δηλητηριάσουν τις μάζες και να τις χρησιμοποιήσουν για τους πολέμους και τις τερατώδεις δικτατορίες τους. Γι’ αυτό, αφού τιμώρησαν τους ναζί εγκληματίες μετά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, εμπόδισαν με αυστηρούς νόμους την επανεμφάνιση κάθε προπαγάνδας που υποστηρίζει άμεσα την πολιτική και ιδεολογική γραμμή, καθώς και τα σύμβολα και τα πρόσωπα των υπεύθυνων εκείνου του πολέμου.
Οι ναζιστές και οι φασίστες κάθε είδους για να εξασφαλίσουν την ελευθερία να οργανώνονται και να διαδίδουν τις θέσεις τους επικαλούνται τα αντίστοιχα δημοκρατικά δικαιώματα που ισχύουν γενικά για τους πολίτες και τα πρόσωπα, άτομα ή ομάδες κάθε χώρας. Επικαλούνται δηλαδή το δικαίωμα της “ελευθερίας της έκφρασης”!
Αυτό το επιχείρημα χρησιμοποίησε το κύμα του ιστορικού αναθεωρητισμού των ναζιστικών εγκλημάτων ιδιαίτερα μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’50.
Διακρίνοντας τον σοβαρότατο κίνδυνο οι γενικές δημοκρατικές αρχές να γίνουν το όχημα για την επανεμφάνιση του ναζισμού, οι ευρωπαϊκοί λαοί και τα κράτη αποφάσισαν να θωρακίσουν τη δημοκρατία. Ένωσαν την αντιφασιστική τους πείρα ενάντια στο ρατσισμό του αντισημιτισμού και του “άρειου έθνους”, με το ρεύμα των χωρών του Τρίτου Κόσμου που έδωσαν τον εθνικο-απελευθερωτικό τους αγώνα ενάντια στο ρατσισμό της αποικιοκρατίας και αποτύπωσαν αυτές τις αρχές σε διεθνείς και ευρωπαϊκές συμβάσεις.
Έτσι όχι μόνο κήρυξαν παράνομη κάθε διάκριση μέσα στις κοινωνίες τους που βασίζεται στην εθνική καταγωγή, στο χρώμα και τη θρησκεία, αλλά απαγόρευσαν την νόμιμη δράση και οργάνωση των ρατσιστών και των ναζιστών.
Με αυτό τον τρόπο ολόκληρη η ανθρωπότητα έβαλε τις βάσεις και τους κανόνες με τους οποίους θα εμπόδιζε όσο μπορούσε την επανεμφάνιση ενός νέου ναζιστικού ρεύματος που θα επεδίωκε την παγκόσμια ηγεμονία και ένα νέο κύκλο αίματος. Προστάτευσε δηλαδή το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης από τους επίδοξους καταπατητές της.
Αντίθετα από τη γενική κίνηση όλων των σύγχρονων δημοκρατικών κοινωνιών, στη χώρα μας, οι ναζιστές έχουν την τερατώδη άνεση να συγκροτούν πολιτικό κόμμα, να εκδίδουν εφημερίδες και περιοδικά, να μιλάνε στην τηλεόραση, να κατεβαίνουν στις εκλογές (ευρωεκλογές ’94 και βουλευτικές ’96), και μάλιστα να συμμετέχουν στη Διακομματική Επιτροπή καλεσμένοι από τους αρμόδιους υπηρεσιακούς Υπουργούς, με τη συγκατάθεση όλων των κοινοβουλευτικών κομμάτων, και τέλος, με την ίδια γενική συγκατάθεση να μιλούν στην τηλεόραση.
Εδώ λοιπόν στη χώρα μας, όπου έχουμε το θλιβερό προνόμιο να είναι ακόμα νόμιμοι, οι ναζιστές έχουν κινηθεί σύμφωνα με τις άμεσες συνέπειες των θέσεών τους και σύμφωνα με το σιδερένιο νόμο της ίδιας τους της ύπαρξης.
Ξυλοκοπούν συστηματικά τους ξένους εργάτες, ιδιαίτερα άλλου χρώματος, καθώς και νεολαίους που η εμφάνισή τους υπονοεί δημοκρατική στάση, εκστρατεύουν ενάντια στις εθνικές μειονότητες και έχουν τραυματίσει σοβαρά και κατ’ επανάληψη μέλη αντιεθνικιστικών οργανώσεων.
Εκεί που είναι το κέντρο της δραστηριότητάς τους, τα σχολεία, και στα οποία αναπτύσσονται ανησυχητικά, οι ναζιστές συγκροτούν τους πυρήνες τους πάνω στη βία. Η φυσική βία και η απειλή άσκησης φυσικής βίας απέναντι σε ανοργάνωτους, εύκολους στόχους, είναι η κύρια μορφή της ίδιας τους της προπαγάνδας.
Τελευταίο κρούσμα ήταν η απρόκλητη δολοφονική επίθεση ομάδας ναζιστών ενάντια στον Α. Καλοφωλιά στο κέντρο της Αθήνας μπροστά στα έντρομα μάτια δεκάδων μαρτύρων, που τους είδαν να βρίσκουν καταφύγιο στα γραφεία της “Χρυσής Αυγής”.
Στη βάση λοιπόν αυτού του σκεπτικού και αυτών των γεγονότων εμείς σα δημοκρατικοί άνθρωποι, κάτοικοι αυτής της χώρας, Έλληνες και ξένοι και ανεξάρτητα από κάθε άλλη πολιτική και ιδεολογική μας θέση, θεωρούμε σαν το πιο καίριο ζήτημα πολιτικής δημοκρατίας το να τεθούν εκτός νόμου οι ναζιστικές οργανώσεις και να απαγορευτεί κάθε ναζιστική δραστηριότητα.
Νομίζουμε ότι κάτω από το φως της ιστορίας, της πείρας των λαών και της διεθνούς δημοκρατικής πρακτικής θα πρέπει να αντιμετωπισθεί και κάθε επιχειρηματολογία και ένσταση που αξιοποιεί δημοκρατικές διαθέσεις καλόπιστων και προοδευτικών ανθρώπων, για να σπείρει τη δυσπιστία σχετικά με την ορθότητα και τη δημοκρατικότητα μιας πολιτικής απόφασης για να τεθούν εκτός νόμου οι ναζιστές.
Κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε και να αντικρούσουμε τα δύο πιο βασικά από αυτά τα επιχειρήματα:
Το πρώτο είναι ότι η θέση “εκτός νόμου” των ναζιστών μπορεί να γίνει εφαλτήριο για να τεθούν εκτός νόμου και άλλα αντιδραστικά πολιτικά ρεύματα, δηλαδή να επεκταθεί σε αμφιλεγόμενους και ευρείς πολιτικούς χώρους, οπότε θα διασπούσε την κοινωνία και θα ανατίναζε το δημοκρατισμό. Στη συνέχεια αυτής της λογικής η απαγόρευση των ναζιστών θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από την πολιτική αντίδραση για να τεθούν εκτός νόμου αριστερές ή επαναστατικές δυνάμεις που περιλαμβάνουν στην πολιτική τους θεωρία και το πρόγραμμα τους, την ταξική, επαναστατική ή αντιϊμπεριαλιστική βία και αρνούνται από αυτή την πλευρά το σύγχρονο αστικό δημοκρατικό κράτος. Έτσι σε τελική ανάλυση αυτή η απαγόρευση θα μπορούσε να εφαρμοστεί αδιάκριτα ενάντια σε δημοκρατικές οργανώσεις και το περιεχόμενο της αρχικής απαγόρευσης να αναστραφεί.
Το να τεθούν εκτός νόμου οι ναζιστές δεν αποτελεί μια μέθοδο για να λυθεί το πρόβλημα της πολιτικής αντίδρασης γενικά, ούτε καν το πρόβλημα του ρατσισμού, του αντισημιτισμού και της αντίστοιχης βίας. Μια πολιτική και νομική απαγόρευση ασφαλώς δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ευρύτερη πολιτική και κοινωνική διαπάλη, ούτε ακόμα να εμποδίσει την εμφάνιση των πιο οπισθοδρομικών πολιτικών και ιδεολογικών ρευμάτων. Έχει άλλωστε αποδειχθεί ιστορικά ότι αυτοί ξέρουν να μεταμορφώνονται αδιάκοπα και να προσαρμόζονται στις διαρκώς μεταβαλλόμενες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες. Έχει επίσης διαπιστωθεί ότι συχνά η πολιτική και κοινωνική αντίδραση, δανείζονται σύμβολα και φράσεις του αντιπάλου προοδευτικού στρατοπέδου για να κρύψουν κάτω από νέο γοητευτικό μανδύα, το μισητό και χρεοκοπημένο παλιό τους περιεχόμενο.
Το να επιχειρήσει, λοιπόν, μια δημοκρατική εξουσία, ακόμα και με τις καλύτερες των προθέσεων να αντιμετωπίσει αυτά τα ρεύματα με απαγορεύσεις θα ισοδυναμούσε με το να εξαπολύσει πόλεμο σε όλο και ευρύτερες μάζες ανθρώπων, να διασπάσει το λαό και τελικά να ασκήσει δικτατορία πάνω του. Όμως το να τεθούν εκτός νόμου οι ναζιστές, δηλαδή ουσιαστικά να ασκηθεί πάνω τους η κρατική βία είναι μια έκφραση της συλλογικής θέλησης ενός λαού να μην ξαναυποστεί μια βία που έχει ήδη γνωρίσει με ακραίο και οδυνηρό τρόπο μέσα από την ίδια του την άμεση πείρα.
Ολόκληρη η ελληνική κοινωνία, όπως και οι κοινωνίες της Ευρώπης σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της, αλλά και η συντριπτική πλειοψηφία των λαών και των εθνών του πλανήτη έχουν γνωρίσει άμεσα και μισήσει τη ναζιστική βία, τόσο στη χιτλερική όσο και στην γιαπωνέζικη αυτοκρατορική της έκδοση. Στη βάση αυτής της λογικής είναι κοινωνικό αίτημα να απαγορευτεί κάθε διακίνηση και ανάπτυξη εκείνου του ιδεολογικού οπλοστάσιου που πάλι αποδειγμένα έχει χρησιμοποιήσει αυτή η βία για να νομιμοποιηθεί.
Αυτή είναι η διαφορά του να τεθούν εκτός νόμου οι ανοιχτοί ναζιστές από το να τεθούν εκτός νόμου άλλες, ίσως και επικινδυνότερες, αλλά πάντως μεταμφιεσμένες μορφές του ναζισμού, του ρατσισμού και του αντισημιτισμού. Η διαφορά βρίσκεται ακριβώς στο ζήτημα της βιωμένης, γενικής και πρακτικής πείρας των μαζών και μάλιστα στα πλαίσια ενός παγκόσμιου φαινομένου. Αυτή η μαζική πείρα είναι που δημιουργεί δίκαιο, και μάλιστα δίκαιο από την πιο βαθειά σύγχρονη δημοκρατική πηγή που είναι ο παγκόσμιος αντιφασιστικός δημοκρατικός αγώνας. Αυτό είναι το δίκαιο της δίκης της Νυρεμβέργης που ουσιαστικά αποτελεί τη βάση όλης της πολιτικής της μεταπολεμικής απαγόρευσης του ναζισμού, του ρατσισμού και του αντισημιτισμού στις ευρωπαϊκές χώρες. Σε αυτό το σημείο η χώρα μας αποτελεί μια θλιβερή όσο και ανησυχητική εξαίρεση με το να επιτρέπει τη μέγιστη ελευθερία της έκφρασης και της οργάνωσης, οπότε και της άσκησης οργανωμένης βίας στους ναζιστές, αλλά και την ελευθερία της διάδοσης των εθνορατσιστικών και των αντισημιτικών ιδεών.
Γίνεται λοιπόν φανερό στη βάση του παραπάνω σκεπτικού ότι δεν μπορεί κανείς να επικαλεσθεί το προηγούμενο μιας τέτοιας απαγόρευσης των ναζιστών, ακόμα περισσότερο για να απαιτήσει να τεθούν εκτός νόμου πολιτικά και ιδεολογικά ρεύματα που αναφέρονται ή επικαλούνται την ταξική βία, και με οποιοδήποτε τρόπο αρνούνται το σύγχρονο αστικό κράτος και επιδιώκουν την καταστροφή του.
Δεν χρειάζεται να αφοσιωθούμε εδώ στη συζήτηση του τι μπορεί να σημαίνει η θεωρία και η πρακτική της ταξικής βίας, η βίαιη καταστροφή του αστικού κράτους, ούτε είναι σκόπιμο να κάνουμε εδώ ένα, κατά τα άλλα απαραίτητο, διαχωρισμό ανάμεσα στους μαζικούς μεγάλους αντιϊμπεριαλιστικούς και ταξικούς αγώνες του αιώνα που απελευθέρωσαν λαούς, και τα πραξικοπήματα ή τις δικτατορίες των αυτο-ανακηρυγμένων ταξικών και αντιϊμπεριαλιστικών πρωτοπορειών που τους καταπίεσαν.
Σε κάθε περίπτωση, είτε δηλαδή μιλάμε για μια καταπιεστική είτε για μια απελευθερωτική για τους λαούς βία, δεν έχουμε να κάνουμε με καμία βιωμένη και δηλωμένη απαίτηση των λαών σε παγκόσμια κλίμακα, ούτε με καμία βιωμένη και δηλωμένη απαίτηση του δικού μας λαού να τεθούν σε απαγόρευση ή να τιμωρηθούν ή να περιοριστούν τα δικαιώματα, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, των υπερασπιστών αυτών των ιδεών. Αντίθετα μάλιστα σε γενικές γραμμές οι λαοί έχουν μια βασική ιστορική ανάμνηση βγαλμένη μέσα ακριβώς από την ίδια την οδυνηρή τους πείρα, ότι οι υπερασπιστές και δημιουργοί των μεγάλων ταξικών και αντιϊμπεριαλιστικών αγώνων, και κυρίως οι οπαδοί του διεθνισμού, ήταν πρωτοπόροι στη μεγάλη παγκόσμια απελευθερωτική αντιναζιστική μάχη και εκείνοι που θυσιάστηκαν σε πιο μεγάλη κλίμακα γι’ αυτήν.
Στην πραγματικότητα το να τεθούν εκτός νόμου οι ναζιστές όχι μόνο δε δημιουργεί προηγούμενο για αντεπίθεση της πολιτικής αντίδρασης σε βάρος των δυνάμεων της προόδου, αλλά αποτελεί προϋπόθεση για την επιβίωση κάθε προοδευτικού και δημοκρατικού ρεύματος.
Γιατί όταν οι ναζιστές είναι νόμιμοι, τότε είναι νόμιμη η βία τους. Και αυτή η βία κατευθύνεται κύρια ενάντια στους πιο προοδευτικούς και δημοκρατικούς ανθρώπους, ασκώντας έτσι μια ιδιότυπη και υπόκωφη επιλεκτική δικτατορία σε βάρος τους, δίχως να θίγεται η γενική δημοκρατική μορφή του καθεστώτος. Το πιο ανησυχητικό όμως στην περίπτωση της νομιμότητας του ναζισμού, είναι ότι αυτή εκφράζει την πρόθεση ευρύτερων και ισχυρότερων δυνάμεων του πολιτικού καθεστώτος και της κρατικής εξουσίας, συχνά κρυμμένων, να χρησιμοποιήσουν τους ναζιστές, τη βία τους και την προπαγάνδα τους ώστε να καθαρίσει και να ανοίξει ο δρόμος για μια δικιά τους επέλαση στην πολιτική εξουσία.
Στο σημείο αυτό οφείλουμε να απαντήσουμε στο δεύτερο συνηθισμένο επιχείρημα κατά της απαγόρευσης των ναζιστών, ότι δηλαδή αυτή η απαγόρευση θα δυναμώσει τους ναζιστές που σήμερα κινούνται στο περιθώριο της πολιτικής ζωής, γιατί θα τους δώσει το κύρος του κυνηγημένου και του μάρτυρα, θα τους φέρει στο κέντρο της πολιτικής ζωής και τελικά θα τους αναπτύξει.
Αυτό το επιχείρημα αγνοεί την κοινωνική βάση του ναζισμού σαν πολιτικού ρεύματος και την ιστορική πείρα από την ανάπτυξή του. Ο ναζισμός αναπτύσσεται μεν κάνοντας προπαγάνδα μέσα στο λαό και αντλεί στρατό από αυτόν, δηλαδή παίρνει τη μορφή λαϊκού και επαναστατικού ρεύματος,, αλλά αυτά μόνο στη μορφή. Η αληθινή πηγή της δύναμής του, δηλαδή το περιεχόμενό του, βρίσκεται στην υποστήριξη ή την ανοχή ισχυρών τμημάτων της άρχουσας τάξης και τμημάτων του κρατικού μηχανισμού.
Χάρη σ’ αυτή την υποστήριξη και σ’ αυτή την ανοχή, εξασφάλισε πάντα ο ναζισμός τη δυνατότητά του να ασκεί τη βία του.
Η βία είναι η βασική του πρακτική μέθοδος προπαγάνδας. Τα εξαντλημένα μικροαστικά στρώματα, οι άνεργοι και οι περιθωριακοί που αποτελούν την πολιτική του πελατεία απαιτούν από αυτόν κυρίως την ισχύ, και η ισχύς εκδηλώνεται με τη βία απέναντι στους “εχθρούς του έθνους και του λαού”. Η ναζιστική θεωρία προσδιορίζει τον “εχθρό” και νομιμοποιεί τη βία ενάντιά του, αλλά η ίδια η βία είναι το πιο ουσιαστικό στοιχείο στη θεωρία και την πράξη των ναζιστών.
Αυτό επαληθεύεται και σήμερα με τη “Χρυσή Αυγή” η οποία παρ’ όλο τον περιθωριακό της ακόμα χαρακτήρα, οργανώνει νέα μέλη, ιδιαίτερα στα σχολεία, χάρη στη βία και στο βαθμό που αυτή είναι γενικά ατιμώρητη. Λέμε γενικά ατιμώρητη, επειδή τα θύματα αυτής της βίας είναι άτομα, τις περισσότερες φορές μεμονωμένα, που είναι αδύνατο σαν τέτοια να καταφύγουν στη δικαιοσύνη για να αντιμετωπίσουν μια οργανωμένη και νόμιμη εγκληματική συμμορία. Ο νόμος εδώ έχει αποδειχτεί ως τα τώρα ανίκανος, όταν δεν είναι αδιάφορος, να τιμωρήσει δράστες που κρύβονται και καλύπτονται μέσα σε μια εγκληματική ομάδα.
Το να τεθούν λοιπόν οι ναζιστές σαν οργάνωση εκτός νόμου, θα οδηγήσει στην αποδυνάμωση τους, αφού δεν αντλούν τη δύναμή τους από το λαό αλλά από την ανοχή ή τη συνεργασία φορέων της κρατικής εξουσίας. Επίσης η απαγόρευση δε θα τους δώσει το φωτοστέφανο του μάρτυρα, ακριβώς εξ αιτίας της καθολικής αποστροφής που γεννά η ιδεολογία τους μέσα στον πληθυσμό. Η ελκτικότητα αυτής της ιδεολογίας μπορεί να υπάρχει μόνο στο πολύ νεαρό κομμάτι της νεολαίας που αγνοεί ολότελα τη σύγχρονη πολιτική ιστορία, και δεν έχει επίσης ακόμα διαμορφώσει τα αντισώματα από την πείρα της κοινωνικής ζωής.
Γι’ αυτό η απαγόρευση της προπαγάνδας των ναζιστικών ιδεών, είναι τόσο απαραίτητη όσο είναι η απαγόρευση της προπαγάνδισης της χρήσης ναρκωτικών. Στην περίπτωση των ναζιστικών ιδεών δεν ισχύει η “ελευθερία της διακίνησης και της διαπάλης των ιδεών” γιατί δεν αποτελούν καν ιδέες. Αποτελούν βάρβαρα καλέσματα στα χειρότερα ένστικτα καταστροφής του ανθρώπου.
Μπορεί άραγε κανείς να υποστηρίζει ότι η παιδεραστία και τα ναρκωτικά πρέπει να αφεθούν ελεύθερα, όπως και η προπαγάνδισή τους, για να νικηθούν μέσα στο διάλογο με επιχειρήματα; Μέχρι να γίνει αυτό ασφαλώς μια σειρά από μικρά παιδιά θα έχουν βιαστεί και κακοποιηθεί από διεφθαρμένους ενήλικους και μια μακριά σειρά από πτώματα - θύματα των ναρκωτικών - θα κοσμούν το σαλόνι αυτού του “αριστοκρατικού” κάλπικου δημοκρατισμού.
Από την άλλη μεριά η απαγόρευση της δράσης και της προπαγάνδας των ναζιστών θα εμποδίσει την ανάπτυξή τους, ακριβώς γιατί θα φέρει τον αντιναζισμό στο κέντρο της πολιτικής ζωής. Μόνο στην περίπτωση αυτή θα υποχρεωθούν να τοποθετηθούν ανοιχτά μπροστά στην ελληνική, την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια κοινή γνώμη, εκείνοι που υποστηρίζουν ή καλύπτουν τη νομιμότητα των ναζιστών ειδικά στην Ελλάδα. Γιατί χάρη στην ανοχή τους ήδη οι ναζιστές έχουν μπει στο κέντρο της πολιτικής ζωής. Αυτό αποδείχτηκε περίτρανα με τη βάρβαρη επίθεση βίας και τρομοκρατίας που εξαπέλυσαν πριν λίγους μήνες στη Θεσσαλονίκη ενάντια σε μια ελληνοτουρκική συνάντηση επιχειρηματιών, καταφέρνοντας να δηλητηριάσουν παραπέρα τις ήδη τεταμένες ελληνοτουρκικές σχέσεις, ενώ ήδη προκαλούν ταραχές στο κέντρο της Αθήνας με τις ρατσιστικές συγκεντρώσεις - προκλήσεις σε βάρος των μεταναστών.
Τότε, και μόνο τότε, θα φανεί ότι υπάρχει ένα βαθύτερο πολιτικό και ιδεολογικό έδαφος στη χώρα μας που επιτρέπει αυτή την τερατώδη νομιμότητα. Η κυρίαρχη πλέον ιδέα του ανώτερου ελληνικού εθνικού πολιτισμού, κέντρου της Ευρώπης, και ο ραγδαία αυξανόμενος αντισημιτισμός, θα πρέπει να συνδυαστούν με το γεγονός ότι ένας βουλευτής της αξιωματικής αντιπολίτευσης καλεί τους ναζιστές σε μελλοντική κυβέρνηση, και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης τον καλύπτει απόλυτα, ενώ απολύτως κανένα κοινοβουλευτικό κόμμα ως τα τώρα δεν έχει θέσει ευθέως ζήτημα απαγόρευσης των ναζιστών.
Η θέση εκτός νόμου της “Χρυσής Αυγής” και κάθε άλλης ναζιστικής συμμορίας, θα κόψει τους δεσμούς κάθε σκοτεινού πολιτικού κέντρου, ντόπιου ή διεθνούς, με τους νέους μηχανισμούς ανωμαλίας και φασιστικής εκτροπής, τους οποίους κατ’ εξοχήν εκπροσωπούν στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο οι ναζιστές.
Υπάρχει μια διαδεδομένη άποψη που συμπληρώνει την προηγούμενη περί “ηρωωποίησης των ναζιστών με την απαγόρευση”, ότι η απόκρουσή τους είναι δουλειά του δημοκρατικού λαϊκού κινήματος και όχι του κράτους και των κρατικών θεσμών.
Σε τελική ανάλυση πραγματικά η απόκρουση του ναζισμού και η απαγόρευσή του είναι δουλειά του δημοκρατικού λαϊκού κινήματος. Αλλά αυτή η “δουλειά” δε γίνεται δίχως να ανατεθεί στο σύνολο των πολιτικών κομμάτων και των κρατικών θεσμών η ευθύνη που τους αναλογεί. Είμαστε αντίθετοι στη λογική που λέει ότι οι ναζιστές θα αντιμετωπισθούν στους δρόμους από τη λαϊκή και επανασταστική βία, ενώ ήσυχοι, στο απυρόβλητο, αθέατοι, οι πολιτικές δυνάμεις και ο κρατικός μηχανισμός θα επεμβαίνουν για να επιπλήξουν ή να συνετίσουν, ή να διαιτητεύσουν ή να συλλάβουν τους δήθεν διαπληκτιζόμενους.
Το λαϊκό δημοκρατικό κίνημα έχει ως τα τώρα αναλάβει και θα συνεχίσει να αναλαμβάνει το κύριο βάρος του αντιναζιστικού και κάθε αντιφασιστικού αγώνα. Όμως η πάλη κατά του ναζισμού πρέπει να πάρει το βάρος που της αξίζει, δηλαδή να φτάσει να γίνει κεντρικό ζήτημα της κοινωνίας και του κράτους, και η νίκη πάνω στο επανεμφανιζόμενο ναζισμό να κατοχυρωθεί σε επίπεδο θεσμών, νόμων και επίσημων αποφάσεων της διοίκησης και του κρατικού μηχανισμού.
Η Αντιναζιστική Πρωτοβουλία αρνείται να υποτιμήσει αυτό το καίριο ζήτημα για την πολιτική δημοκρατία και την ομαλότητα, για την ειρήνη και την εθνική ανεξαρτησία στα πλαίσια μιας δημοκρατικής και ενωμένης Ευρώπης, αρνείται να το υποβιβάσει σε πόλεμο συμμοριών.


Γι’ αυτούς τους λόγους


ΣΑΣ ΚΑΛΟΥΜΕ

να θέσετε άμεσα εκτός νόμου τη “Χρυσή Αυγή” και κάθε άλλη ναζιστική συμμορία, να απαγορεύσετε με νόμο κάθε πολιτική λειτουργία, οργάνωση και έκφρασή τους, και να μεριμνήσετε για τον ποινικό κολασμό τα ηγετικά τους στελέχη σαν ηθικούς αυτουργούς όλων των μέχρι σήμερα επιθέσεων και κακοποιήσεων σε βάρος πολιτών, Ελλήνων και ξένων, που κατοικούν σ’ αυτή τη χώρα και που έχουν καταγγελθεί δημόσια.
Κύριε Υπουργέ,
Θέλουμε να πιστεύουμε ότι θα ανταποκριθείτε στη βαθύτερη δημοκρατική διάθεση του λαού μας να τεθεί τέλος στη ντροπή της νομιμότητας των ναζιστών στην Ελλάδα και ζητάμε το συντομότερο δυνατό συνάντηση μαζί σας.
Συνημμένα σας υποβάλλουμε:
1. Υπόμνημα που θεμελιώνει νομικά το αίτημα μας να τεθεί εκτός νόμου η “Χρ. Αυγή”.
2. Κείμενο με την απαίτηση να τεθούν εκτός νόμου οι ναζιστές, το οποίο υπογράφουν κατ’ αρχήν 265 πολίτες. Η συλλογή των υπογραφών συνεχίζεται.
3. Ιδρυτική Διακήρυξη θέσεων της Αντιναζιστικής Πρωτοβουλίας.
4. Ντοκούμεντα από τα έντυπα της “Χρ. Αυγής” που αποδεικνύουν το ναζιστικό- ρατσιστικό της χαρακτήρα.
5. Τη Διεθνή Αντιρατσιστική Σύμβαση η οποία έχει υπογράψει και κυρώσει η χώρα μας με το Νομοθετικό Διάταγμα 494/1970 (ΦΕΚ Α΄, 77, 3 Απριλίου 1970).


Με τιμή
Αντιναζιστική Πρωτοβουλία